
ἐν βιβλίῳ

Σοφία Γιαννούλη
BA in Cultural Technology and Communication - University of the Aegean
MSc in Creative Writing
ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ
Tabula rasa, Αγκιτάτσια, Αντισταθμίσματα
«Vera incessu patuit dea», δηλαδή, από τον βηματισμό της ξεχωρίζει η πραγματική θεά, όπως γράφει ο Χένρι Τζέιμς στο βιβλίο του «η εικόνα στο χαλί». Τι συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση που η «θεά» διδαχθεί πρακτικές ισορροπίας, ευλυγισίας ή ενδοσκόπησης, ο βηματισμός της, δηλαδή, γίνει υβριδικός; Θα υπονομευτεί η αυθεντία της; Ή, τι συμβαίνει στην πιθανή εμφάνιση γοητευτικών θεοτήτων; Οι εισαχθείσες θεότητες θα σφετεριστούν την αυθεντία της «πραγματικής θεάς» ή θα εξισωθούν μαζί της;
Η υιοθέτηση μιας ιδεολογίας ή καλύτερα μιας ιδεολογικής σύμβασης που προσφέρουν οι μεγάλες αλλά και οι μικρές αφηγήσεις συντάσσεται από δύο αλληλεξαρτώμενους όρους, τις Συγκυρίες και τη Διάθεση. Αλλαγές στην ποσόστωση διαταράσσουν τη δυναμική της και προκαλούν αναθεώρηση της υπάρχουσας ιδεολογίας ή αλλαγή κατεύθυνσης. Η διαφορά μεταξύ αναθεώρησης και αλλαγής έγκειται στον κορεσμό.
Αν ο όρος Συγκυρίες αλλάξει -σε μικρή κλίμακα-, αυτομάτως αλλάζει και η Διάθεση και κατ’ επέκταση η υπάρχουσα ιδεολογία προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Τι συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση που οι Συγκυρίες παραμένουν στάσιμες στον χρόνο; Με σταθερά τη φύση τους και μεταβλητή, λοιπόν, τον χρόνο, ως υπεύθυνο της εσωτερικής εντροπίας τους, οι Συγκυρίες φτάνουν σε έναν υπερκορεσμό που κατευθύνει τη Διάθεση είτε στη φυσική της κατάσταση (παλιννοστούσα Διάθεση) και έρμαιο κι αυτή της εντροπίας της, είτε στην πλήρη ανασύνθεσή της που οδηγεί σε χαρτογράφηση προσωπικών θεωρήσεων ή σε υιοθέτηση ιδεολογίας κάποιας άλλης αφήγησης.
Ο προβληματισμός που τίθεται είναι πάνω στο χρονικό όριο που θέτουμε ως σημείο αναφοράς για να θεωρήσουμε ότι οι Συγκυρίες αλλάζουν ή έρχονται σε κορεσμό. Κατά πόσο, δηλαδή, η νέα γενιά -σε σύγκριση με την προηγούμενη- αντιλαμβάνεται την αλλαγή, ώστε να συνηθίσει έναν γρήγορο ρυθμό μεταβολής Συγκυριών ή σε ποιο βαθμό οι Συγκυρίες έχουν απωλέσει τη ριζοσπαστική τους σύσταση (τα μέσα έχουν αποκτήσει εμπειρία σε άλλες μορφές χειραγώγησης), τόσο, ώστε να ρευστοποιούνται τα όριά τους, να εξομοιώνονται και να συνηθίζουμε σε μια επιβράδυνση.
Παρατηρείται ότι η νέα γενιά τείνει προς το ακόρεστο (κάτι σαν το «παράδοξο» φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού). Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι η αλλαγή Συγκυριών δεν γίνεται αντιληπτή από τη νέα γενιά, θα έπρεπε να περιμένουμε το χρονικό σημείο που θα επέλθει ο κορεσμός με επακόλουθο την αλλαγή Διάθεσης. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Οι Συγκυρίες και η Διάθεση εκκρεμούν σε έναν απροσδιόριστο χρόνο, αμετακίνητες κι ακόρεστες. Ψάχνουμε, επομένως, το σημείο που θα γίνει ορατός ο χρόνος, ώστε να κορεστούν οι Συγκυρίες και να αλλάξει η Διάθεση, μέσα από έναν δείκτη ευδαιμονίας που θα πριμοδοτεί πρελούδια προσωπικών αφηγήσεων και όχι φερέφωνα εθνικών ή κοσμικών αφηγήσεων. Ίσως η ζωή κινείται κι εκπλήσσει όταν βγαίνεις από τον χώρο σου. Όταν εκτίθεσαι σε νέες προσλαμβάνουσες.
Ο κορεσμός που θα μετατρέψει τον απροσδιόριστο χρόνο σε ορατό μας παραπέμπει στο Gestalt, στην απότομη και πολλές ανεξήγητη μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη. Κατά τον Thomas Kuhn η διαφορά ανάμεσα σε ψυχολογία και επιστήμη έγκειται στην πιθανή επιστροφή του υποκειμένου στην αρχική κατάσταση (κυκλική διαδρομή, προφανώς, λόγω του φόβου που επιφέρει ο κορεσμένος χρόνος) και στη μη επιστρέψιμη (γραμμική) διαδρομή της επιστήμης –ή των συστημάτων. Με δεδομένο, λοιπόν, το ξαφνικό και ανεξήγητο του Gestalt, κατατάσσουμε το τελευταίο σε μια τελείως προσωπική υπόθεση, εφόσον η εμφάνισή του παίρνει τη μορφή «έκλαμψης» και όχι μιας χρονοβόρας διαδικασίας που προκύπτει μέσα από μεθόδους «πειθούς», τεκμηριωμένων ή εμπειρικών επιχειρημάτων. Σκοπός, του κάτωθεν συλλογισμού δεν (δύναται να) είναι ο εντοπισμός τρόπων ώστε να βιώσουμε το Gestalt, ούτε το ψυχογράφημα της αναπόφευκτης -διυποκειμενικής- πραγματικότητας αλλά η ανίχνευση του δέους που θα μας μετατρέψει σε μύστες της.
Έτσι, ορίζοντας την «πραγματική θεά» ως την αφήγηση (ο Thomas Kuhn παραθέτει αντίστοιχα το «Παράδειγμα», ως ένα σύνολο κοινών πεποιθήσεων και μεθοδολογίας σε συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο) θα ξεκινήσω με τη φράση του Χέγκελ «κάθε τι πραγματικό είναι λογικό», φράση που ερμηνεύτηκε από τον ρωσικό λαό ως «οτιδήποτε συμβαίνει είναι φυσικό και συμβαίνει», υιοθετώντας έτσι ένα ντετερμινιστικό μοντέλο που πριμοδοτεί το αποτέλεσμα σε κάθε στιγμή χωρίς να δώσει ύπαρξη στην αιτία που το προκάλεσε. Η κοινωνική απραξία -ως επακόλουθο αποτέλεσμα της παραπάνω ερμηνείας- νομιμοποίησε τον δεσποτισμό της κρατικής εξουσίας. Αντίστοιχα, οι θρησκευτικές αφηγήσεις έχοντας στον πυρήνα του προπαγανδιστικού τους λόγου την παραπάνω φράση εκλογικεύουν την ύπαρξη για να ελέγξουν τις κοινωνίες μέσω της ικανοποίησης και του εφησυχασμού που τους προσφέρουν. Αν λοιπόν η αφήγηση απαιτεί τη συλλογικότητα για να δικτυωθεί, αυτομάτως προϋποθέτει και μια αλληλεπίδραση μεταξύ των δρώντων ως προς την εδραίωση και κατοχύρωσή της αλλά και συνευθύνη ως προς την απουσία οποιασδήποτε αμφισβήτησης. Η ιστορία έχει δείξει ότι οι αφηγήσεις συστήνουν πολιτισμούς και συγκροτούν τις κουλτούρες είτε η ποσόστωση αλλάζει είτε οι αφηγήσεις διαμελιστούν και δημιουργήσουν υβρίδια. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη εξωγενείς παράγοντες για να νοηματοδοτούν και να πορευτούν. Το μόνο που αλλάζει είναι το ειδολογικό πλαίσιο των σημείων από τα οποία αποτελούνται οι αφηγήσεις, η μετατόπιση, δηλαδή, του σημαινομένου (νόημα) από τη συνδήλωση στην καταδήλωση, από την ερμηνεία στην καθαυτή πληροφορία (θα εξηγηθεί παρακάτω). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας το «περικείμενο», το κοινωνικοπολιτικό φόντο πάνω στο οποίο βασίζονται τα συστήματα επικοινωνίας και παραγωγής, θεωρείται δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο, περιορίζοντας, έτσι, την πρόσληψη του σημαινομένου στην επιτελεστική λειτουργία της πληροφορίας. Ίχνη συνδήλωσης που μπορεί να εμφανίζονται στις διαπροσωπικές σχέσεις αφήνονται στο περιθώριο για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, το αποτέλεσμα πριμοδοτείται της αιτίας, όπως συμβαίνει σε κάθε αφήγηση –προσωπική ή κοσμική- και δεύτερον και ως αποτέλεσμα, θα λέγαμε, του πρώτου, ότι η κοινωνία της πληροφορίας εκπαίδευσε την πρόσληψη, όχι ως διάδραση αλλά ως μια μονομερής διαδικασία «διατάζω-κάνεις» και «διατάζεις-κάνω» (δηλ. το άτομο συνυπογράφει σε αυτή τη μονομέρεια). Οι καταβολές αυτής της υπογραφής δημιουργούν έναν προβληματισμό που τον τοποθετούν στην προβολή μιας εσώτερης ανάγκης του όντος να επιβάλλεται ως «αυθεντία» ή να του επιβάλλονται οι «αυθεντίες». Είναι μια «μετωνυμία», θα μπορούσαμε να πούμε, μιας αρχέγονης προσπάθειας του υποκειμένου να συνδεθεί με τα αρχέτυπα και ο τρόπος για να το πραγματώσει είναι η ανάπτυξη σχέσεων εξουσίας και υποτέλειας. Ο φόβος του θανάτου και η νοηματοδότηση της ύπαρξης σκιαγραφούν μια ανώτερη δύναμη, η οποία επιθυμεί το υποκείμενο να πάρει θέση άμυνας αποποιούμενο οποιαδήποτε ευθύνη επιλογής, συνθέτοντας, έτσι, μια δίκαιη σχέση πελατειακών προδιαγραφών. Η «αυθεντία» (με τη μορφή θρησκείας, άστρων, πεπρωμένου, κράτους, και γενικότερα συμβάσεων) αγοράζει την ευθύνη της ύπαρξης και το υποκείμενο πληρώνει με την υποτέλειά του. Είναι αξιοσημείωτη η συντήρηση αυτής της σχέσης εις τους αιώνες των αιώνων, πόσο μάλλον δε, όταν και οι δύο πλευρές γνωρίζουν τους λόγους αυτής της συντήρησης. Το υποκείμενο επαναπαύεται στον εφησυχασμό που το προσφέρει η αυθεντία, καθώς αντιλαμβάνεται –περισσότερο ενστικτωδώς- ότι αντικειμενική αλήθεια δεν υφίσταται (η αντικειμενικότητα αντικαταστάθηκε από την διυποκειμενικότητα, δηλαδή τη συνειδητοποίηση ότι οι αλήθειες περιορίζονται εντός των αφηγήσεων και όχι έξω από αυτές γι’ αυτό έχουν και ημερομηνία λήξης. Την έννοια εισήγαγε ο Thomas Kuhn με την «επανάσταση», τη μετάβαση, δηλαδή, σε κάποιο άλλο Παράδειγμα/αφήγηση). Έτσι, το υποκείμενο θα βολευτεί στην προπαγάνδα, θα αναμασήσει λόγια τρίτων, θα φανατιστεί για την πιθανότητα να μην αμφισβητήσει. Τυχόν αντίλογοι φέρουν μηδαμινά ποσοστά επιτυχίας καθώς κινούνται πάνω στο ίδιο –δεδομένο- κοινωνικοπολιτικό φόντο (περικείμενο), με διασπασμένες και υβριδικές αφηγήσεις, γεγονός που δυσκολεύει κατά πολύ την αύξηση της ποσοτικής δυναμικής τους.
Η Μάρω Γερμανού στο βιβλίο της για τον Μπέκετ γράφει: «Αν το Περιμένοντας τον Γκοντό δραματοποιεί την προσδοκία ενός ερχομού που δεν εκπληρώνεται, το Τέλος του παιχνιδιού, […] επικεντρώνεται στην επιθυμία για μια αναχώρηση που δεν ικανοποιείται. […]. Ο Κλοβ αδυνατεί να αντιληφθεί την ταυτότητά του με διαφορετικούς όρους πέρα από το πλαίσιο της υποταγής […]. Το εξουσιαστικό εγώ του Χαμ συντηρείται μόνο από τη θέση υποταγής του Κλοβ, και οι δυο παίκτες αδυνατούν να επινοήσουν μια διαφορετική θέση για τον εαυτό τους. Έτσι, ταυτίζουν και οι δυο την αναχώρηση του Κλοβ με τον θάνατο. Μόνο αυτός θα μπορούσε να θέσει τέλος στο μοναδικό παιχνίδι που γνωρίζουν να παίζουν, αυτό της αλήθειας και της εξουσίας, και θα κατέλυε τις θέσεις υποκειμένου που κατέχουν σε αυτό το καθεστώς» (Γερμανού, 2007: 61-69).
Το δεδομένο περικείμενο, λοιπόν, δηλαδή οι πάμπολλες υβριδικές αφηγήσεις που διεκδικούν όλες μαζί ταυτόχρονα να εξαγοράσουν την ύπαρξη του υποκειμένου, είναι η βασική γραμμή στην οποία στηρίζεται η κοινωνία της πληροφορίας. «Το οικονομικό σύστημα, όπως έδειξε ο Baudrillard, οδηγείται από το παιχνίδι της επικοινωνίας και από τη διαφήμιση» (Πλειός, 2011: 48). Τι εννοούμε, όμως, επικοινωνία και σε ποιο σημείο το λειτουργικό της πρόταγμα οργανώνεται σε αξιακό κώδικα;
Με τον όρο επικοινωνία, λοιπόν, ορίζουμε τα σημειωτικά συστήματα που παράγουν οι δίαυλοι επικοινωνίας και καταναλώνονται μαζικά, τείνοντας, έτσι, σε μια (φαινομενική) αυτό-οργάνωση και αυτό-ρύθμιση, θα λέγαμε, του οικονομικού συστήματος. Έτσι, η προσφορά και η ζήτηση που δημιουργούνται μέσω της μαζικής κατανάλωσης σημειωτικών συστημάτων ρυθμίζονται από τις αναδυόμενες ανάγκες και όχι άμεσα από το κράτος. Η κρατική παρέμβαση είναι συγκεκαλλυμένη, με τη μορφή ενός αναδραστικού βρόχου (δανειζόμενος όρος από την Επιστήμη των Συστημάτων) που τροφοδοτεί συνεχώς το σύστημα με νέες τάσεις και σημειωτικά συστήματα. Αν η τροφοδότηση «αντικαθιστά» τα ήδη υπάρχοντα σημειωτικά συστήματα, τότε έχουμε «θετική ανάδραση» (δανειζόμενος όρος από την Επιστήμη των Συστημάτων) καθώς η μάζα καλείται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Αν, όμως, η τροφοδότηση «προσθέτει» αδιάλειπτα σημειωτικά συστήματα και μάλιστα χωρίς να δώσει τον απαιτούμενο χρόνο προσαρμογής των προηγούμενων, τότε το σύστημα οδηγείται στο χάος, εφόσον η σύγχυση που επικρατεί μεταξύ των άπειρων σημειωτικών συστημάτων εξωθεί το «νόημα» στην εντροπία του. Στην περίπτωση αυτή, τα νοήματα εξισώνονται (ή και εξουδετερώνονται) και οι αφηγήσεις χάνουν τη δομική ισχύ τους. Η ρευστοποίηση των ιδεολογικών ορίων προκαλεί τη μείξη τους (υβριδικές αφηγήσεις) και το σύστημα εκτίθεται σε κάθε πιθανότητα, σε κάθε νέα τάση που προσθέτει ο αναδραστικός βρόχος (κράτος), καθότι είναι «φυσιολογικό» να συμβαίνει (η φράση του Χέγκελ που προαναφέραμε). Οποιαδήποτε συλλογική αντίσταση ή επανάσταση προκύψει θα είναι βεβιασμένη και ετεροχρονισμένη, όταν, δηλαδή, επέλθει η εντροπία του συστήματος (Συγκυρίες, Διάθεση, κορεσμός).
Η διάρκεια και η επιτυχία μιας επανάστασης, είναι άμεσα συνυφασμένες με το τρίπτυχο «Ιδέα-Μίμηση-Δέος». Η Ιδέα συσπειρώνει κρατώντας ενέχυρο προσωπικές πεποιθήσεις τις οποίες επιστρέφει με το πέρας της. Επιστροφή που θέτει έναν προβληματισμό, ο οποίος έγκειται στο κατά πόσο η απόσταξη μετά τον βρασμό επιστρέφει στην αρχική της κατάσταση ή τείνει προς την υιοθέτηση νέων ιδανικών. Η Μίμηση έχει τις ιδιότητες της προσωποποίησης και της αυθεντίας. Καθιστά την παρουσία ενός καθοδηγητή απαραίτητη, ο οποίος ήδη γνωρίζει τον δρόμο και κατ΄ επέκταση πιστοποιεί την έκβαση του αγώνα. Βλέπουμε λοιπόν, ότι η Μίμηση ενός γεγονότος προσωποποιείται σε «αρχηγό-μέντορα» (π.χ. γαλλική επανάσταση), προσαρτώντας στην Ιδέα διάρκεια. Η Ιδέα και η Μίμηση, όμως, έχουν ανάγκη κάτι που θα τις πυροδοτήσει, χρειάζονται το Δέος για το «αναπόφευκτο» άγνωστο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των «προσωπικών πεποιθήσεων», μεταξύ σφύρας και άκμονος και βαλλόμενο από περιμετρικές συνιστώσες που φέρουν «άγνωστο», επιλέγει τη στατικότητα, την ακινησία. Όσοι κατευθυνθούν προς την περίμετρο θα ξεχωρίσουν. Στην περίπτωση του «αναπόφευκτου» ξεχωρίζει η μάζα, το έθνος, η ιστορία ως καταγεγραμμένο γεγονός. Το «αναπόφευκτο» (π.χ. βιομηχανική επανάσταση) σε βάζει σε τροχιά και κινείσαι και προσαρμόζεσαι μαζί του. Στο σημείο αυτό έρχεται το Δέος να αντισταθμίσει το φόβο παράγοντας κίνητρο, θέτοντας έτσι την προσωπική πεποίθηση σε αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής πεποίθησης, η οποία και θα αποτελέσει κομμάτι της ιστορίας. Το «αναπόφευκτο» προσαρμόζεται και οι προσωπικές πεποιθήσεις επιστρέφουν στις θέσεις τους. Αξιοσημείωτη, θα λέγαμε, η ανελαστικότητα της εξέλιξης των προσωπικών πεποιθήσεων έναντι της ελαστικότητας των επιστημονικών εξελίξεων. Ελαστικότητα που οφείλεται στην απουσία σύμβασης με τον χρόνο, στην αιωνιότητα της επιστήμης, εν αντιθέσει με την πεπερασμένη σύμβαση των όντων που προσπαθεί όχι να ανακαλύψει αλλά να κατοχυρώσει αυτά που ήδη έχει. Έτσι, ενώ επιστήμη και προσωπικές πεποιθήσεις προχωρούν παράλληλα, στην ουσία κινούνται αντίρροπα.
Η εντροπία του συστήματος, λοιπόν, αποβαίνει σε συλλογική αντίσταση μέσα από το τρίπτυχο «Ιδέα-Μίμηση-Δέος», όχι μόνο ως αποτέλεσμα κοινωνικο-πολιτικού κορεσμού αλλά και προσωποκεντρικού. Ο κορεσμός, όπως προαναφέραμε, ενέχει στη βάση του τον χρόνο, όχι τον απροσδιόριστο αλλά τον ορατό χρόνο. Η συνειδητοποίηση του ορατού χρόνου τρομοκρατεί και η επανάσταση έρχεται να την αναβάλλει. Η επιστροφή των προσωπικών πεποιθήσεων με το πέρας της επανάστασης είναι δηλωτική, θα λέγαμε, ενός διαλείμματος από τον προσωπικό κορεσμό, ενός διαλείμματος που αγοράζει χρόνο και τις κάνει πάλι ακόρεστες, έτοιμες με την ψευδαίσθηση της ανανέωσης να συνεχίσουν μέχρι την επόμενη εντροπία. Ο Μπέκετ, στο δοκίμιό του για τον Προυστ, προβάλλει τη συνειδητοποίηση του ορατού χρόνου ως οδύνη της ύπαρξης. «Οι μεταβατικές περίοδοι που χωρίζουν τη μια προσαρμογή από την επόμενη […] αντιπροσωπεύουν τις επικίνδυνες ζώνες στη ζωή του ατόμου, περιοχές αστάθειας, απειλής, πόνου, μυστηρίου και γονιμότητας, όταν για μια στιγμή τη θέση της ανίας της ζωής, την παίρνει η οδύνη της ύπαρξης» (Beckett, 1972:16).
Οι ακόρεστες προσωπικές πεποιθήσεις αναμένουν τώρα το νέο σύστημα που θα νοθεύσει τις υβριδικές αφηγήσεις με ελπιδοφόρα εχέγγυα. Σύμφωνα με τον Πλειό (2011: 47) «ως θεσμοί υποδοχής χρησιμοποιούνται οι έτοιμοι θεσμοί κοινωνικής αναπαραγωγής, όπως η οικογένεια και το νοικοκυριό. […] Αυτοί οι θεσμοί διαθέτουν τη δική τους ιεραρχική οργάνωση, που συνοδεύεται από τη δομή των σχέσεων στην οικογένεια/νοικοκυριό, και θέτουν επιπλέον περιορισμούς, που προέρχονται από τις διαφορές των φύλων, των ηλικιών, κ.ά.». Η οικογένεια, λοιπόν, ως έτοιμος θεσμός υποδοχής μηνυμάτων (διαφήμιση, σημειωτικά συστήματα, πληροφορία) βάλλεται από πρακτικές που καθιστούν το σύστημα δεκτικό και αδρανές σε κάθε νέα συνιστώσα. Ο εργαλειακός λόγος ανεπτυγμένος στο μοτίβο του «καλού-κακού» πατέρα αξιοποιεί στο μέγιστο την τεχνική της πειθούς, καθώς τα επιχειρήματα προσωποποιούνται στη μορφή ενός συμβόλου με διττό ρόλο. Αφενός, λοιπόν, ο πατέρας (αγκιτάτορες/δίαυλοι επικοινωνίας/κράτος) έχει το αναφαίρετο δικαίωμα της ιεραρχίας και της πείρας να μαλώνει, αλλά ταυτόχρονα είναι και δίκαιος, εκθειάζοντας τα τέκνα του όταν συμμορφώνονται. Αφετέρου, ο πατέρας, ως αρχηγός της οικογένειας και με τέκνα όλους τους Έλληνες εμφυτεύει την αντιστοιχία μεταξύ οικογενειακού θεσμού και έθνους, επιτυγχάνοντας δυο ανεξάρτητα ιδανικά να συνδεθούν με μια αιτιακή σχέση μικρογραφίας. Η δυναμική που προκύπτει βασιζόμενη στην αίσθηση της εθνικής ενότητας αυτοματοποιεί τη θύμηση του «κεκτημένου» που χρήζει υπεράσπισης. Μια κληρονομιά που κινδυνεύει, στοχοποιώντας, έτσι, την ευημερία της οικογένειας και κατ΄ επέκταση του έθνους. Ο Louis Marin γράφει: «Και ιδού ο ιδρυτικός μύθος: μια μέρα, η Βία, η δύναμη, αντί να χτυπήσει, μίλησε. Αντί να κάνει να τη φοβηθούν μέσα από την ίδια την αναγκαιότητά της, να κάνει πόλεμο για να βεβαιωθεί ότι ήταν η πιο δυνατή, επένδυσε τον εαυτό της μέσα σε σημεία που θα την φανερώνουν, θέλησε τη μεταφορά της μέσα από την αναπαράσταση. Εκφράστηκε με λόγο, έναν λόγο που επαναλαμβάνει μονάχα αυτό: πως εκείνη είναι η δικαιοσύνη και η αλήθεια. Άγαλμα δικαιοσύνης, είδωλο αλήθειας. Είναι εξουσία. […] η εξουσία είναι η δικαιοσύνη που η δύναμη χαρίζει στον εαυτό της γιατί είναι η «απόλυτα αναγνωρίσιμη και χωρίς συζήτηση» δύναμη: νόμος, θεσμός, έθιμο, με όσες διαμεσολαβήσεις, εκλογικεύσεις ή φανταστικές αιτιολογίες θελήσει κανείς» (Genette κ.ά., 1987:96).
Ταυτόχρονα, ορίζοντας την κοινή γνώμη ως την εξομοίωση πολιτισμικών και κοινωνικών τάξεων (φαινομενική ισότητα) και δίνοντάς της εξουσία όσον αφορά την ελευθερία του λόγου, ενισχύει τη συγκατάβασή της που ήδη είχε αρχίσει να αναπτύσσεται από την εισαγωγή της στην ψηφιακή διάδραση, μετατρέποντάς τη σε σύμμαχο που τα πνευματικά δικαιώματα της «ελευθεροτυπίας» δικαιωματικά της ανήκουν. Από την άλλη, η ευκολία στην πρόσβαση του ελεύθερου λόγου αυξάνει την ποσότητά του, μειώνοντας ταυτόχρονα την ποιότητα της αυθεντίας. Σύμφωνα με τον Πλειό (2011: 58) «[…], παραλύουν οι συνταγματικές σχέσεις ή η ερμηνευτική διάσταση του μηνύματος/συμβολικής κατασκευής, γεγονός που έχει ως συνέπεια να αποκτά το κείμενο εντονότερο πληροφοριακό χαρακτήρα». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ερμηνεία του λόγου και των σημειωτικών συστημάτων δεν προκύπτει πλέον από τα συμφραζόμενα (συνταγματικές σχέσεις-όρος γλωσσολογίας) αλλά μέσω της «απουσίας», δηλ. επιλογής συγκεκριμένης λέξης αντί κάποιας άλλης που ανήκουν στο ίδιο σύνολο –αγάπη αντί έρωτας, Νιγηριανός αντί μαύρος (παραδειγματικές σχέσεις-όρος γλωσσολογίας). Η μετάβαση, λοιπόν, από τις «απρόσεκτες» λέξεις στις «στρατευμένες» είναι δηλωτική μιας συνειδητής ή ασυνείδητης επίγνωσης πάνω στη διολίσθηση των νοημάτων και της ευθύνης που επιφέρουν στα σημειωτικά συστήματα που προκύπτουν μέσω αυτών. Η χρήση της λέξης «εργοδότης» καταδεικνύεται στρατευμένη καθώς μέσω αυτής δηλώνεται η εσκεμμένη απουσία της λέξης «αφεντικό», απουσία που επιχειρεί να καταρρίψει το σημειωτικό σύστημα των υποτακτικών σχέσεων και να συντάξει ένα νέο που θα εξισώνει τις σχέσεις εξουσίας και υποτέλειας (στη Σημειωτική η λέξη «εργοδότης» θα αναφερόταν ως όρος «σεσημασμένος»). Παρατηρούμε ότι η «στρατευμένη» (ή προσεκτική) χρήση των λέξεων έχουν καταδηλωτική σημασία επομένως και στοχευμένη πληροφορία με τάση προς εξίσωση. Η τάση αυτή, όμως, στην ύστερη νεωτερικότητα έχει ξεφύγει από το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο που μαχόταν για ισότητα και δικαιοσύνη κι έχει παραδοθεί στην καθολικότητα, όπου όλα εξισώνονται, εξομοιώνονται κι αποκτούν την ίδια ισχύ (π.χ. η άποψη μπορεί να έχει την ίδια δυναμική με την επιστημονική τεκμηρίωση), κηρύσσοντας, έτσι, την κοινωνία των υποκατάστατων. Ο προβληματισμός που τίθεται είναι αν η καθολικότητα της εξίσωσης ευθύνεται που δεν έχουμε αντισταθμίσματα ή προκύπτει επειδή δεν έχουμε αντισταθμίσματα. Η καθολικότητα της εξίσωσης είναι, δηλαδή, η αιτία ή το αποτέλεσμα αυτής της απουσίας (για τα αντισταθμίσματα θα γίνει λόγος παρακάτω).
Ποια ήταν όμως η πορεία κατά την οποία μέσω των παραδειγματικών σχέσεων (δηλαδή μέσω της «απουσίας» συγκεκριμένων λέξεων) φτάσαμε στην εξίσωση-σχετικότητα; Η αδιάκοπη ανανέωση των ορισμών (λόγω νεοεισαχθέντων αφηγήσεων και σημειωτικών συστημάτων) όχι μόνο στο επιστημονικό πεδίο αλλά και στις διαπροσωπικές σχέσεις βάζουν στην επικοινωνία έναν μεγάλο βαθμό δυσκολίας με διαδικασίες αποσαφήνισης πριν ξεκινήσει οποιοσδήποτε διάλογος. Αν π.χ. η αγάπη οριζόταν με ιδιότητες, κλειστά και κοινωνικά, ως θυσία, γάμος, αποκλειστικότητα, τώρα ορίζεται και με έννοιες, ανοιχτά και προσωπικά, ως μια διαλεκτική με την ελευθερία. Έτσι, στην παρούσα διυποκειμενική αφήγηση οι ορισμοί δεν επιβάλλονται, τίθενται υπό συζήτηση και εξισώνονται μέσα στο πλαίσιο της συναίνεσης και της φατικής επικοινωνίας.
Σύμφωνα με τη θεωρία Tabula Rasa είμαστε λευκά χαρτιά που υποτάσσονται στο μελάνι του εκάστοτε κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος γυρεύοντας την εξημέρωση -όπως η αλεπού στον «μικρό πρίγκιπα», αν δούμε την πολιτική χροιά του- μια κατάσταση, δηλαδή, που θέτει τα όρια στα οποία θα κινηθεί η νοηματοδότηση της ύπαρξης. Το λευκό χαρτί, λοιπόν, εκπαιδεύεται πάνω σε ορισμούς χάριν της εξημέρωσης. Αν θέσουμε ως μονάδα σύγκρισης τον «Κανόνα του ορισμού», σε έναν υποτιθέμενο, κοινά αποδεκτό ορισμό αυτού του Κανόνα, σίγουρα τα όριά του θα είναι σαφή και τα νοήματα ευκόλως αντιληπτά ή και ξεκάθαρα. Τέτοιου είδους μονομερής πλαισίωση δίνει στον ορισμό «διεύθυνση» και «φορά» και τυχόν αντιπαραθέσεις σχετίζονται μόνο με τη φορά. Η διεύθυνση, υπάκουη στον Κανόνα και εξημερωμένη στις ευθείες της ηθικολογίας παραμένει ακέραιη (ή εγκλωβισμένη) σε μια παραλληλία με τις άλλες διευθύνσεις, συνθέτοντας, έτσι, μια συμπαγή και ομοιογενή μάζα. Ως εκ τούτου, συστήματα που συνδιαλέγονται μόνο με αντίρροπες δυνάμεις, είναι περισσότερο εφικτό να χειραγωγήσουν ή να χειραφετήσουν τη μία από τις δύο κατευθύνσεις, παγιώνοντας, έτσι, μια ενιαία κουλτούρα και τάσεις ομόρροπες. Τάσεις που καταρρέουν με την εμφάνιση νέων πηγών πληροφόρησης, εφόσον μετατοπίζουν την «ακέραια» διεύθυνση στο χάος της σχετικότητας των ορισμών. Η πληθώρα απόψεων και η αμεσότητα της πληροφόρησης απομυθοποιούν την εγγύηση του κόσμου που πρόσφερε η τελευταία αφήγηση τρέποντας τα υποκείμενα σε αναζήτηση νέων ιδανικών που θα φέρουν το γνήσιο της υπογραφής. Οι δίαυλοι της ύστερης νεωτερικότητας αραδιάζουν συνεχώς υπογραφές πάνω στα λευκά χαρτιά συντελώντας όχι μόνο στην κατοχύρωση της σχετικότητας μεταξύ απόψεων και ορισμών αλλά και στην πομπώδη εμφάνιση τοξικών υπογραφών, καθότι όλα είναι θεμιτά και συζητήσιμα.
Το «σημειωτικό τετράγωνο» του Greimas καθαιρεί τον δυισμό (π.χ. καλό-κακό) ως βασική δομή επικοινωνίας και ορίζει τέσσερα σύμβολα, ο συνδυασμός των οποίων συντάσσει νέα σημειωτικά συστήματα και ανοίγει περισσότερο τον δρόμο προς την σχετικότητα (αν κάτι δεν είναι καλό δεν συνεπάγεται ότι είναι κακό και κάτι που δεν είναι κακό δεν σημαίνει ότι είναι καλό). Εκτός από το προφανές της πολυσημίας, ένα άλλο πρόβλημα που προκύπτει όσον αφορά την επικοινωνία μεταξύ δύο υποκειμένων είναι η επιλογή διαφορετικού συστήματος κωδικοποίησης και αποκωδικοποίησης, το οποίο γίνεται ακόμα εντονότερο όταν παρεμβάλλεται το συναίσθημα. Αν ο πομπός χρησιμοποιήσει το σημειωτικό τετράγωνο για να κωδικοποιήσει/αναλύσει το μήνυμά του, ο δέκτης θα αποκωδικοποιήσει/ερμηνεύσει με δυισμό. Η ερμηνεία έχει μια τάση προς την απλούστευση των δεδομένων, ο δέκτης, έχοντας στην κατοχή του μη επαρκή γνώση της αιτίας έναντι της προνομιακής θέσης του πομπού (που την κωδικοποίησε), τείνει προς τον δυισμό, τις πιο δημοφιλείς απαντήσεις, τις περισσότερο οικείες και με περισσότερες πιθανότητες «σωστής αποκωδικοποίησης». Ίσως η συνειδητή επιλογή συστήματος (και από τον πομπό και από τον δέκτη) καταφέρει να αποτρέψει ή τουλάχιστον να μειώσει το χάσμα.
Στο νέο πλαίσιο, λοιπόν, της σχετικότητας, ο «Κανόνας του ορισμού» δεν υφίσταται, τα νοήματα είναι ρευστά και ελλοχεύει ο κίνδυνος να μη γίνονται αντιληπτά φασιστικά καθεστώτα με εκδημοκρατισμένο προφίλ. Στον ευνουχισμό της αντίληψης συνεπικουρεί το φαινόμενο της «αντικατάστασης» της πληροφορίας. Η ψηφιακή πληροφόρηση χρησιμοποιεί ελάχιστα τις αισθήσεις για αφομοίωση και επεξεργασία εξαιτίας της εφήμερης ζωής της. Η πληροφορία παραδίνεται στη λήθη και δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι τη διάβασες. Το καθολικό συνετρίβη, κυριαρχεί η διάσπαση. Οι «διευθύνσεις» έχασαν την παραλληλία και στο σημείο που τέμνονται δημιουργούνται συγκρούσεις. Κάποια χαρτιά είναι αόρατα καθώς δεν νιώθουν το βάρος απ’ τα μελάνια. Κάποια άλλα αμφισβητούν τις υπογραφές και στρέφονται στην αναζήτηση μιας εσωτερικής νοηματοδότησης ενώ «η ιντελιγκέντσια, πάσχουσα κατά τον Μπακούνιν από ένα οίδημα εξάρτησης, συνήθως παραμένει απόλυτα στο πλευρό της εξουσίας και στην καλύτερη περίπτωση μακριά από αυτήν, αλλά στην πραγματικότητα ποτέ δεν στρέφεται εναντίον της, όσο κι αν φαίνεται ότι την περιφρονεί» (Arvon, 1984:38).
Ένα ερώτημα που τίθεται είναι αν το «modus operandi» (μέθοδοι και πρακτικές) του αναδραστικού βρόχου περιόριζε τη λογοκρισία -μόνο- στη χαλιναγώγηση της αγκιτάτσιας, κατά πόσο θα βάραινε η αξία της υπογραφής του; Στο υποθετικό σενάριο που το κράτος εφαρμόσει αυτή την πρακτική, θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «αντιστάθμισμα» πάνω στη δεδομένη και διυποκειμενική αφήγησή του. Ως «αντισταθμίσματα», λοιπόν, ορίζουμε τις πρακτικές του αναδραστικού βρόχου που αντιπαραβάλλονται σε δεδομένη αφήγηση, η παρουσία ή η απουσία των οποίων ελέγχουν την εντροπία του συστήματος. Αντισταθμίσματα, όπως η θέσπιση του πολιτικού γάμου και η κατάργηση της προίκας, η ισότητα των δύο φύλων μέσω των φεμινιστικών κινημάτων που αναπτύχθηκαν, η αναγνώριση των αριστερών του εμφυλίου (γεγονός που ρευστοποίησε ακόμα περισσότερα τα όρια μεταξύ αριστεράς και κέντρου), ο επαναπατρισμός πολιτικών προσφύγων, αύξηση κατώτατων μισθών κ.ά., όχι μόνο επιβραδύνουν την εντροπία του συστήματος αλλά εξισώνουν πρόσωπα και τάξεις. Το προφίλ του «οικονομικά ευκατάστατου» γίνεται πλέον προσιτό, οι ευαισθησίες και οι ανάγκες δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της κοινωνίας αλλά και των πολιτικών. Αντίθετα, η απουσία αντισταθμισμάτων φέρνει τα παραπάνω στο απρόσιτό τους, επιστρέφει τις εξισώσεις στις ανισότητες, αυξάνει τη δυσαρέσκεια και τις εντάσεις με αποτέλεσμα την επιτάχυνση της εντροπίας και την ανατροπή του συστήματος. Τέλος, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και στην ύπαρξη συγκεκριμένων αντισταθμισμάτων, τα οποία, ενώ εκ πρώτης όψεως μπορεί να ταυτοποιούνται με κάποια ασημαντότητα, εν τούτοις, επιβραδύνουν την εντροπία. Τα συγκεκριμένα αντισταθμίσματα είτε σηματοδοτούν μια ολόκληρη εποχή (καλτ ταινίες), είτε σφραγίζονται στις μνήμες εξαιτίας της σπάνιας εμφάνισής τους (Rock in Athens το ’85). Η αναμονή για επανάληψη παρόμοιων αντισταθμισμάτων, μη συνηθισμένων, με τόσο δυνατό συγκινησιακό φορτίο δημιουργούν όραμα και ελπίδα για μια καλύτερη ποιότητα ζωής, κατάσταση που επιχειρεί να αυξήσει το προσδόκιμο ζωής του συστήματος.
Κλείνοντας, και ερχόμενοι στον προβληματισμό που τέθηκε στην αρχή όσον αφορά τη στιγμή του κορεσμού που γίνεται ορατός ο χρόνος, οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι το modus operandi των τελευταίων δεκαετιών επέβαλλε μια αδιάκοπη συνήθεια ως αξιακό κώδικα λόγω της έλλειψης καθηλωτικών αντισταθμισμάτων που κάνουν τη ζωή ζωντανή και διαθέσιμη. Η πραγματικότητα της δεδομένης αφήγησης είναι αναπόφευκτη και η άρνησή της οδηγεί σε επιτάχυνση της σωματικής και ψυχικής εντροπίας. Το Δέος, ως αποκύημα σύνθεσης προσωπικών και συλλογικών αντισταθμισμάτων ενεργοποιεί τον χρόνο και αλλάζει τη Διάθεση. Σ’ αυτή την πρακτική καθοριστικό ρόλο πρέπει να παίξει η ιντελιγκέντσια. Μια σύμπραξη ζωής και τέχνης όπως εκείνη που οραματίστηκε ο Γκυ Ντεμπόρ με την ίδρυση της Καταστασιακής Διεθνούς.
Και ίσως, κάποια στιγμή βιώσουμε το Gestalt.
Παραθέτω δύο ποιήματα του Γ. Σκούρτη από τη συλλογή Νύχταθλο (όσα γράφτηκαν στις μπάρες). Το δεύτερο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσωπικό αντιστάθμισμα του πρώτου.
Κάτι πήγε
Να γίνει
Κάτι όλο γίνεται
Ο Μπέκετ είχε δίκιο
Τίποτα!
(«Ράδιο», 19-4-2000)
Πεινάω
Μ’ αρέσει να τρώω χρόνο.
Λαίμαργα.
Κι όσο τελειώνει
Τόσο πιο λαίμαργος γίνομαι.
Το σλόγκαν είναι: φάτε τη ζωή,
Πριν σας καταβροχθίσει
Ο θάνατος.
(Πεινάω…)
(«Μούσα», 17-7-2002)
Βιβλιογραφία
1. Beckett, S. (1972). Ο Samuel Beckett για τον Marcel Proust (μτφρ. Κ. Αγγελάκη-Ρουκ). Αθήνα: Ερμείας.
2. Γερμανού, Μ. (2007). Το ακατανόμαστο θέατρο του Σάμουελ Μπέκετ. Μνήμη, αλήθεια, εξουσία. Αθήνα: Νήσος.
3. Πλειός, Γ. (2011). Η Κοινωνία της Ενημέρωσης. Ειδήσεις και Νεωτερικότητα. Αθήνα: Καστανιώτης.
4. Arvon, H. (1984). ΜΠΑΚΟΥΝΙΝ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ 2. ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΙΔΕΕΣ (μτφρ. Π. Γκέκα). Αθήνα: ΠΛΕΘΡΟΝ
5. Genette, G., Marin, L., Mathieu-Colas. M. (1987). ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΗΓΗΣΗΣ (μτφρ. Έ. Θεοδωροπούλου). Αθήνα: ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ.
