
Ένα διαφορετικό δώρο
'Ήταν από τις τελευταίες αποστολές του. Το είχε πει πολλές φορές αλλά τώρα σαν να είχε έρθει ο καιρός. Ο καιρός που το σώμα ορίζει και όχι η καρδιά. Γιατί η καρδιά λαχταρούσε να βοηθά, το είχε ανάγκη...Να δίνει και να παίρνει. Να τροφοδοτεί και να καθαρίζει. Όμως το σώμα...το σώμα είχε κουραστεί. Είχε δώσει τα πάντα για να αρχίσει τώρα παραπονεμένα να δείχνει την άλλη πλευρά, την ανθρώπινη και όχι τη θεϊκή, αυτή που εμμονικά σκεφτόταν κάθε φορά που υπέγραφε για άλλη μια αποστολή.
Το αεροπλάνο προσγειωνόταν, μαζί με τις σκέψεις του, για να ακολουθήσει η μάχη της επιβίωσης. Από τη νιρβάνα των Χριστουγεννιάτικων στιγμών της πόλης θα βρισκόταν, ξαφνικά, σε χαλάσματα και υπολείμματα κτιρίων, σε ένα άλλο βομβαρδισμένο σύμπαν. Τα φάρμακα και οι προμήθειες της εμπόλεμης ζώνης θα προσφερόταν σε όποιον είχε ανάγκη. Τα ανθρωπιστικά κομβόι θα επέλεγαν τις μάχες τους, με το φόβο αν πάνω στην προσφορά έχαναν τη δική τους ζωή ή άθελα τους δεν έσωζαν κάποια άλλη. Η βοήθεια δεν είχε όνομα, δεν είχε πρόσωπο, ούτε ίσως και άμεσο αποτέλεσμα. Θα αφορούσε το τώρα, τη στιγμή και τη μορφή που αυτή η χώρα είχε πάρει μέσα σε λίγα χρόνια. Οι άνθρωποι κρυμμένοι, φοβισμένοι αλλά και αποφασισμένοι να μην εγκαταλείψουν, τους περίμεναν. Δεν θα υπήρχαν ονόματα και προσφωνίες, χαιρετισμοί και προετοιμασίες για την άφιξη τους. Μόνο χέρια, βλέμματα, φωνές και παντού μια σκόνη, μια θολή ατμόσφαιρα απόκοσμή, καθόλου γιορτινή.
Το φύλο πορείας και οι συντεταγμένες δόθηκαν χωρίς πολλές διευκρινίσεις. Στόχος το νοσοκομείο και χρόνος μηδέν. Έπρεπε να ήταν ήδη εκεί. Ο ουρανός αστράφτει ξαφνικά για να ακολουθήσει ένα σφύριγμα οβίδας και ένα τράνταγμα της γης. Παντού συντρίμμια, φωνές και άγνωστοι -αλλά και τόσο γνωστοί- μέσα στην ανάγκη τους. Μια γυναίκα ξαπλωμένη κάτω με ένα μωρό στην αγκαλιά της. Το μωρό δεν σταματάει να κλαίει. Αυτός πλησιάζει και σκύβει. Ανασηκώνει τη γυναίκα που τον κοιτάει ανήμπορη. Το βλέμμα της του επιτρέπει να δει τι σκέφτεται. Και αυτός βλέπει μέσα στα μάτια της ένα μωρό να κάνει τα πρώτα του βήματα, κρατώντας ένα άγνωστο χέρι...Βλέπει μια αμμουδιά με κύματα να προσκαλούν το μικρό κορίτσι να παίξει..Βλέπει ένα γλυκό πασαλειμμένο στα χέρια του και αυτό να γελά...Βλέπει μια αγκαλιά να το σηκώνει και να το πετάει ψηλά...Βλέπει ένα δρόμο γιορτινό, μια πόρτα ψηλή, ένα γραφείο με πολλά χαρτιά, ένα χαμόγελο ανεμελιάς, μια κοπέλα να μεγαλώνει, ένα ηλιοβασίλεμα να την περιμένει, μια αναρριχώμενη βιγόνια, έναν συνοδοιπόρο ώμο, μια γιρλάντα αστεριών πάνω από ένα κρεβάτι, ένα νεογέννητο μέσα σε ένα κουβερτάκι...Ξαφνικά τα μάτια της γυναίκας έκλεισαν. Τα μάτια του άνδρα δάκρυσαν. Η αγκαλιά του άνοιξε. Δεν το σκέφτηκε λεπτό. Τα παιδιά του κόσμου είναι παιδιά μας, είπε και πήρε το μωρό μαζί του. Σκέφτηκε πως θα του έκανε έτσι ένα δώρο χωρίς να φανταστεί πως ήταν και ο ίδιος ένα δώρο γι αυτό.
Τα επόμενα Χριστούγεννα , τον βρήκαν σπίτι να παίζει σαν μικρό παιδί κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οι κόρες του, χαρούμενες τον απολάμβαναν, εκμεταλλευόμενες την ηλικία τους και την αδυναμία του προς αυτές. Η μικρότερη ξέφυγε κάποια στιγμή από το παιχνίδι, για να βρεθεί μπροστά από το παράθυρο χαζεύοντας και τρώγοντας ένα γλυκό με τα χέρια. "Πότε πρόλαβες μικρή μου;" της είπε ο πατέρας της και αυτή γελώντας γύρισε και τον κοίταξε. Το βλέμμα της μπλέχτηκε μέσα στο δικό του και στο δικό του καθρεφτίστηκε η εικόνα που είχε δει στα μάτια της μητέρας της καθώς την κρατούσε αγκαλιά, πριν χαθεί. Αισθάνθηκε μια αγαλλίαση μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα σαν ένα αόρατο χέρι να του άγγιζε την καρδιά, λέγοντας του ένα ταπεινό ευχαριστώ και μια ευχή για την καινούργια χρονιά. Μια άλλη χρονιά, διαφορετική.
Αγγελική Βασιλαδιώτη
H Αγγελική Βσιάδιώτη έχει σπουδάσει στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του ΕΚΠΑ. Παρακολουθεί το Mεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής της σύμπραξης του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και γράφει στην ιστοσελίδα envivlio.com.