
ἐν βιβλίῳ
1-1-1928 (Νουβέλες) – Μαρίνα Λυκούδη & Άντζελα Έμσεν - Δανιηλίδου
Εκδόσεις Βακχικόν
Κοινός παρονομαστής και αφορμή για τη συγγραφή των δύο διηγημάτων, της Μαρίνας Λυκούδη και της Άντζελας Έμσεν – Δανιηλίδου, η ημερομηνία –1-1-1928– που είναι χαραγμένη στο εσωτερικό ενός δακτυλιδιού το οποίο βρίσκεται στη βιτρίνα μιας αντικερί στην Αμβέρσα και η οποία αποτελεί και τον τίτλο του βιβλίου.
Στην πρώτη νουβέλα, την οποία υπογράφει η συγγραφέας Μαρίνα Λυκούδη, η ιστορία εστιάζει στη σχέση της ανήλικης Γκοντελίβε με τον κατά πολύ μεγαλύτερό της Χέντρικ. Εκτός όμως από την ηλικιακή διαφορά, οι αποστάσεις που χωρίζουν αυτό το ιδιότυπο ζευγάρι είναι κοινωνικές, θρησκευτικές, αλλά και μορφωτικές. Αντίθετα από την Γκοντελίβε, η οποία είναι ένα μέλος της αστικής κοινωνίας του μεσοπολέμου, ο Χέντρικ που ανήκει στην αριστοκρατία διαθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο και αυστηρό θρησκευτικό αίσθημα. Παρά ταύτα, όπως μας προϊδεάζει από την αρχή η συγγραφέας, σ’ αυτή τη νουβέλα όλα τα σχήματα καταργούνται και οι αντιθέσεις μηδενίζονται, όταν ο Χέντρικ αναλαμβάνει το ρόλο του προστάτη της Γκοντελίβε.
Με μια ρεαλιστική αφήγηση, ύφος λεπτό, πλούσιο λεξιλόγιο και λεπτομερείς περιγραφές του σκηνικού χώρου και του ιστορικού χρόνου, η Λυκούδη αποδίδει το δράμα αυτού του ζευγαριού, βασίζοντας την πλοκή της στο αρχαιοελληνικό σχήμα της ύβρεως, δηλαδή την άτη, την ύβρη, τη νέμεση και την τίση.
Έτσι, η γνωριμία του Χέντρικ και της Γκοντελίβε ξεκινά σε μια θρησκευτική εκδήλωση κατά την οποία η Γκοντελίβε εξιδανικεύεται στα μάτια του «ευσεβή» Χέντρικ. Σε αυτό βοηθά και ο ρόλος τους –η Γκοντελίβε υποδύεται την Παρθένο Μαρία και ο Χέντρικ τον προστάτη Ιωσήφ. Ο ευσεβισμός του Χέντρικ και το θόλωμα του νου του τούς παρασύρει στην ύβρη και την ταύτιση με τους αρχετυπικούς αυτούς χαρακτήρες, εγκλωβίζοντάς τους σε μια επίπλαστη αντίληψη της πίστης, η οποία τους οδηγεί σε ένα λευκό γάμο και σε μια ηθικιστική ζωή με ψυχολογικές συνέπειες.
Ο υπαινικτικός λόγος της συγγραφέως και μια λεπτή, σχεδόν αδιόρατη, ειρωνεία κρατά σε αγωνία τον αναγνώστη που παρακολουθεί τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της Γκοντελίβε και του Χέντρικ, ιδίως μετά την εμφάνιση του Αντριαάν, του βρέφους που αφέθηκε στην πόρτα τους και του οποίου ο ρόλος υπήρξε καταλυτικός για την εξέλιξη των δύο χαρακτήρων. Η Γκοντελίβε που θεωρεί ότι της χαρίστηκε η μητρότητα, καταλαμβάνεται από φοβίες, ενώ ξυπνά μέσα της η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και αναδύονται οιδιπόδεια συμπλέγματα που την οδηγούν στην παράνοια. Ο Χέντρικ από την άλλη συνειδητοποιεί ότι «είχε θυσιάσει τη ζωή του κυνηγώντας μια ουτοπία».
Το δράμα των δυο χαρακτήρων ολοκληρώνεται στην Αμβέρσα με την τιμωρία τους, η οποία επέρχεται ως επακόλουθο της διατάραξης της φυσικής και ηθικής τάξης του κόσμου. Ο Χέντρικ καταλαμβάνεται από άγχος και τύψεις όταν αντιλαμβάνεται «πως ο ρόλος του Ιωσήφ, του ανέραστου προστάτη που επεφύλαξε για τον εαυτό του, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος» και πεθαίνει, ενώ η Γκοντελίβε, αδυνατώντας να προχωρήσει στη ζωή της χωρίς τον «προστάτη» της τρελαίνεται και οδηγείται στην αυτοκτονία, ιδίως όταν καταλαβαίνει ότι όλα έχουν αποκαλυφθεί στον Αντριαάν.
Και ενώ την πρώτη ιστορία την αφηγείται το δακτυλίδι, όπως αποκαλύπτεται στο τέλος, η δεύτερη προκύπτει από την ανάκληση στη μνήμη του δακτυλιδιού, το οποίο σε αυτή τη νουβέλα αποτελεί οικογενειακό κειμήλιο της γιαγιάς της αφηγήτριας.
Με αρωγό τη μνήμη, που ξυπνά μέσα σε μια αντικερί της Αμβέρσας, στη νουβέλα της συγγραφέως Άντζελας ‘Εμσεν – Δανιηλίδου, παρουσιάζεται μια διαδεδομένη πρακτική στην ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα που φτάνει μέχρι τον 20ο αιώνα και τη μεταπολιτευτική περίοδο, τη διακίνηση παιδιών μέσω παραχώρησης σε πλούσιες οικογένειες προκειμένου να διασφαλιστεί η επιβίωσή τους όσο και η προίκα που ήταν απαραίτητη, εκείνες τις εποχές, για ένα καλό γάμο.
Αυτή είναι η μοίρα και της Ζαμπέτας Φλεράκη, της οποίας η ιστορία ξεκινά στη Νάξο στο τέλος του 19ου αιώνα. Γεννημένη σε μια φτωχή οικογένεια που έχει να θρέψει επτά παιδιά, παίρνει το δρόμο της ξενιτιάς και φτάνει ως «ψυχοκόρη» στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι της Ειρήνης και του Σπύρου Γεωργιάδη.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον τη ζωή της ηρωίδας στην Κωνσταντινούπολη, το γάμο της με τον Αρμένιο Οχαννές, τη γέννηση των παιδιών τους, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν ως μειονοτικοί από τους Νεότουρκους. Η ιστορία φθάνει μέχρι τα Σεπτεμβριανά του 1955. Σε όλη αυτή την πορεία, το μοναδικό σημείο αναφοράς της οικογένειάς της είναι το δακτυλίδι που της κρέμασε στο λαιμό η μητέρα της τη στιγμή της αναχώρησής της από την πατρίδα. Το δακτυλίδι αυτό αναδεικνύεται σε στοιχείο μνήμης και μοναδικό συνδετικό κρίκο της ζωής της Ζαμπέτας με το παρελθόν της, έτσι ώστε η απώλειά του τη νύχτα των γεγονότων που σημάδευσαν τον ελληνισμό της Πόλης με το πογκρόμ που εξαπολύθηκε εναντίον του, να σταθεί ικανή για να προκαλέσει την ψυχική της κατάρρευση.
Η ρεαλιστική αφήγηση, τα πολυπληθή ηθογραφικά στοιχεία που συνθέτουν την κοινωνική ανθρωπογεωγραφία της Νάξου αλλά και της Κωνσταντινούπολης, τα ιστορικά γεγονότα με τα οποία εμπλουτίζεται το κείμενο, αλλά και τα μυθοπλαστικά γεγονότα που παρουσιάζονται, όπως και στην πρώτη νουβέλα, «κατά το εικός και το αναγκαίον» και τα οποία καθιστούν δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, προκαλούν το αίσθημα του αναγνώστη, ο οποίος αγωνιά για την εξέλιξη της πλοκής και ταυτίζεται με τους χαρακτήρες.
Το κέρδος, πάντως, από την ανάγνωση και των δύο διηγημάτων είναι η εισαγωγή στη γνώση ενός κόσμου που έχει πλέον χαθεί και η γνωριμία με κώδικες συμπεριφοράς που στη σύγχρονη εποχή έχουν εκλείψει. Οι δύο συγγραφείς με το προσωπικό τους ύφος, με την πλούσια εικονοποιία που δημιουργούν καταφέρνουν να συγκινήσουν αλλά και να προβληματίσουν, αφού έννοιες όπως η θρησκεία, ο έρωτας, οι συγγενικοί δεσμοί, η ανθρωπιά, η εσωτερική δύναμη και ο προσωπικός αγώνας που είτε αναγορεύει τον άνθρωπο σε νικητή, είτε οδηγεί στην πτώση του, ανασημασιοδοτούνται και προτρέπουν τον αναγνώστη να αναρωτηθεί για τα όρια της ανθρώπινης φύσης.

Άρτεμις Φιλιππάκη
MSc in Creative Writing

