
ἐν βιβλίῳ
Ο δικός μας πόθος
Carolin Emcke
Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ
Μετάφραση : Δημήτρης Δημοκίδης
«Ο δικός μας πόθος» της Carolin Emcke κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του Δημήτρη Δημοκίδη. Πρόκειται για ένα κείμενο που αν θέλαμε να το κατατάξουμε σε μία κατηγορία είναι αυτή των «autotheory» βιβλίων, αφού αποτελείται από την εξιστόρηση των προσωπικών βιωμάτων της Emcke, βιώματα που κουμπώνουν και εναρμονίζονται πλήρως με τις φιλοσοφικές σκέψεις της δημιουργού, η οποία στοχάζεται σε μία ενδοσκοπική προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού και καθορισμού του σεξουαλικού της πόθου και όχι μόνο.
Το αυτοβιογραφικό και θραυσματικό κείμενο της Emcke ξεδιπλώνεται σε δύο αφηγηματικούς χρόνους, χρόνους παρελθοντικούς, αφού η συγγραφέας μας πηγαίνει πίσω στην δεκαετία του '80 στην εποχή όπου άφηνε πίσω της την ενοχική εποχή της εφηβείας και περνούσε το κατώφλι της ενήλικης ζωής, αλλά ταυτόχρονα μοιράζεται μαζί μας πολύτιμες στιγμές και προσωπικές εμπειρίες από τα ταξίδια της στον κόσμο και ειδικότερα σε ανατολικές χώρες (Πακιστάν, Αφγανιστάν, Ισραήλ, Γάζα κ.α.) όπου βρέθηκε ως πολεμική ανταποκρίτρια.
Μεγάλο μέρος από την εξομολόγηση της Emcke καταλαμβάνεται από την εποχή που βρίσκονταν στο Γυμνάσιο. Τότε, η δημιουργός ήταν ένα ιδιαίτερα δημοφιλές πρόσωπο στους κλειστούς κόλπους της σχολικής κοινότητας, ούσα ταυτόχρονα και εκπρόσωπος της τάξης της, σε αντίθεση με έναν συμμαθητή της τον Ντάνιελ, ο οποίος σιγά-σιγά βρέθηκε και αυτός στο επίκεντρο των συμμαθητών του για τελείως διαφορετικούς λόγους, αφού βίωνε καθημερινά την κακοποιητική τους συμπεριφορά. Η απαξίωση, οι συνεχείς παρενοχλήσεις, αναγκάσαν τον Ντάνιελ να αλλάξει σχολείο, ενώ λίγα χρόνια μετά τις επιθέσεις που δέχτηκε από τους συμμαθητές του, οδηγήθηκε στην αυτοκτονία.
Η αυτοκτονία του Ντάνιελ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη ζωή της Emcke, την στιγμάτισε, την καθόρισε, της προκάλεσε μία βαθιά ενοχή που έχει ριζώσει μέχρι και σήμερα μέσα της, γεγονός που διαφαίνεται ξεκάθαρα από τις πολυάριθμες στο κείμενο αναφορές της Emcke στην αυτοχειρία του Ντάνιελ και το βάρος της ενοχής που κουβαλά όλα αυτά τα χρόνια. Βάρος που προκύπτει από την στάση της Emcke απέναντι στον Ντάνιελ. Μπορεί να μην συμμετείχε ποτέ στην παρενόχληση που δέχτηκε από τους συμμαθητές του, μπορεί να βρέθηκε κοντά του όχι όμως ουσιαστικά δίπλα του, μπορεί να την έβαλαν οι καθηγητές της να τον “προστατέψει” όμως τότε δεν κατάφερε. Έβλεπε τον Ντάνιελ ως μία απλή υποχρέωση που της ανατέθηκε από τους καθηγητές της. Δεν κατάφερε να συναισθανθεί τον προσωπικό του γολγοθά, γεγονός που μεταγενέστερα γέννησε εντός της πλήθος τύψεων και ενοχών, γιατί σε αντίθεση με τον συμμαθητή της, η Emcke είχε το προνόμιο να ενηλικιωθεί, να ανακαλύψει τον εαυτό τη και να συνειδητοποιήσει την έλξη που της ασκούν οι γυναίκες και το σώμα τους, κάτι που μέχρι την ηλικία των 20 της χρόνων δεν μπορούσε να το αντιληφθεί πλήρως, λόγω της επιρροής που ασκούσαν μέχρι πρότινος οι κοινωνικές νόρμες επάνω της!
Η ριζωμένη αυτή ενοχή σε συνδυασμό με την προνομιούχα θέση στην οποία βρίσκεται η Emcke, η οποία είχε τον χρόνο να αποβάλει από επάνω της τα στενά κοινωνικά καλούπια στα οποία δεν χωρούσε πια, αποτελούν την απαρχή ενός έντονου προβληματισμού, σχετικά με το πως το οικογενειακό, το σχολικό, το κοινωνικό περιβάλλον συνδυαστικά με την εποχή αλλά και το μέρος στο οποίο ζούμε δρουν επάνω μας, στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, αλλά και τον κόσμο γενικότερα. Παράλληλα, ο χρόνος που περνά και οι εμπειρίες που αποκτούμε ζώντας, λειτουργούν επικουρικά στον εσωτερικό διάλογο που έχουμε με τον εαυτό μας και στον διαρκή αγώνα κατανόησης, αλλά και αποδοχής αυτού.
Όσον αφορά το κομμάτι που η Emcke εξιστορεί τις εμπειρίες της ως πολεμική ανταποκρίτρια, παρατηρούμε τις διαφορές που επικρατούν σε χώρες της Δύσης όπου η Emcke μπορεί να ζει ελεύθερα ως ομοφυλόφιλη, να κρατά το χέρι της κοπέλας της, να τη φιλά, να μοιράζεται στιγμές μαζί της, να στηρίζει ουσιαστικά χωρίς φόβο τις προσωπικές της επιλογές και να είναι ο εαυτός της, σε αντίθεση με ανατολικές χώρες όπου η υποψία και η παραδοχή της ομοφυλοφιλίας μπορεί να οδηγήσει και στον θάνατο, γεγονός που καλλιεργεί την επιτακτική ανάγκη καταφυγής στο ψέμα, στο οποίο “παγιδεύεται” ακόμα και η ίδια η συγγραφέας όταν τη ρωτούν για το αν είναι παντρεμένη ή όχι.
Σίγουρα και στην “φαινομενικά” προοδευτική Δύση ακόμα και σήμερα παρά τα μικρά βήματα που έχουν πραγματοποιηθεί με αποτέλεσμα να μπορεί ο καθένας να αυτοπροσδιορίζεται όπως επιθυμεί και να ορίζει ο ίδιος τη ζωή του, κυριαρχούν οι κοινωνικές νόρμες και τα στερεότυπα που οδηγούν σε εξάρσεις ομοφοβικών φαινομένων, κι αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι έχει επιτραπεί το σύμφωνο συμβίωσης ανάμεσα στα ομόφυλα ζευγάρια όμως όχι ο θρησκευτικός γάμος, ενώ η παιδοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια είναι ένας δύσβατος δρόμος γεμάτος περιορισμούς και εμπόδια.
Στο βαθιά εξομολογητικό και εντελώς προσωπικό κείμενο της η Emcke θίγει μία πληθώρα ζητημάτων με κυρίαρχα αυτά της σαρκικής επιθυμίας, της σεξουαλικής ταυτότητας, της απενοχοποίησης της ηδονής. Καταφέρνει μέσα από την αφοπλιστική ειλικρίνεια με την οποία αντιμετωπίζει τον εαυτό της να μετατρέψει το προσωπικό της βίωμα σε μία οικουμενική αλήθεια που μας αφορά όλους.


