
ἐν βιβλίῳ
Ραγιάς
Γιάννης Καλπούζος
Εκδόσεις Ψυχογιός
Μ’ ένα ιστορικό μυθιστόρημα στα χέρια. Μ’ ένα … ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα. Τι καινούργιο θα μπορούσε να κομίσει στα ήδη υπάρχοντα και ειδικά σ’ εκείνα που το θέμα τους άπτεται της Ελληνικής Επανάστασης; - Ερώτηση αναγνώστη-αμφισβητία που δεν είναι έτοιμος και πρόθυμος να δεχτεί το οποιοδήποτε πόνημα του συγγραφέα.
Βέβαια, η αδυναμία που έχω στην πένα του Γιάννη Καλπούζου είναι γνωστή και δεν προσπάθησα ποτέ να την κρύψω. Αδυναμία στη γραφή του και στον ίδιο ως άνθρωπο. Αλλά γι’ αυτό και η αμφισβήτησή μου είναι πιο έντονη. Είναι σαν να τον προκαλώ, να τον “ψάχνω”, να του λέω: πείσε με ότι αξίζει να το διαβάσω, πείσε με ότι θα μάθω, θα με διδάξεις… Αυτή τη σχέση έχω με τον Γιάννη Καλπούζο - παιδαγωγικός έρωτας ή σχέση δασκάλου και μαθητή, που περνά από χίλια κύματα για να συμπορευτούν στο τέλος (αν συμπορευτούν).
Κάθε βιβλίο σε βρίσκει σε μία διαφορετική κατάσταση. Ο ραγιάς με βρήκε ν’ αναρωτιέμαι αν είμαι Γρεκός σαν τον Κοραή, το Ρήγα ή τον Αθανάσιο Διάκο, αν είμαι Έλληνας - εκείνο το ομηρικό φύλο της Θεσσαλίας ή ο άνθρωπος της εποχής του Μεγαλέξανδρου ή αν είμαι Ρωμιός. Από τι είμαι κτισμένη, ποιες νοοτροπίες, παθογένειες, προτερήματα ή ελαττώματα, συνήθειες, μύθους και λέξεις κουβαλάω.
Και σταματώ στις λέξεις (φιλολογική αλλοτρίωση γαρ). Και εδώ αίρεται η πρώτη μου αμφισβήτηση. Ένα λογοτεχνικό βιβλίο είναι η Γλώσσα του. Ο Γιάννης Καλπούζος αναμετριέται με ένα ύφος γραφής ολωσδιόλου δικό του που συγχρόνως διαφέρει από τα πρωτύτερα κείμενά του (και τα έχω μελετήσει όλα). Η γλώσσα ζυμώνεται με βάση τη δική του αισθητική. Λόγος ανόθευτα λαϊκός. Στοχεύει στην ουσία, γυμνός από διακοσμητικά στοιχεία και περιττά στολίδια που θα την παραποιούσαν. Εξαίσια δείγματα “μακρυγιαννισμού”. Προτάσεις πυκνές σε νόημα, η ωμή πραγματικότητα αποδίδεται ρεαλιστικά. Ό,τι διαβάζεις νομίζεις ότι δε θα μπορούσε να ειπωθεί καλύτερα. Διάλογοι όπου δε συνομιλεί ο συγγραφέας με τον εαυτό του αλλά άνθρωποι με συγκεκριμένο κοινωνικό υπόστρωμα, άνθρωποι με σάρκα και οστά. “Θέλω να με βρίσκει μέσα στη λαλιά μου όποιος σκύψει στα μολογήματά μου”, λέει ο Αγγελής. Κι εγώ βρήκα μέσα σ’ αυτή τη λαλιά όχι μόνο τον ίδιο αλλά μία ολόκληρη εποχή, ανθρώπους και τόπους, όπως τα νογάει και τα νιώθει ο κεντρικός ήρωας.
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα απαιτεί μόχθο και ταλέντο. Γι’ αυτό πολλά ιστορικά μυθιστορήματα μόνο “ιστορικά” δεν είναι, αφού βλέπουν μια εποχή με τα μάτια του σήμερα. Δεύτερη αμφισβήτηση που υποχωρεί… Κι αυτό γιατί ο ραγιάς είναι ένας καινούργιος κόσμος που καλείσαι να τον ζήσεις. Ιστορία, συνήθειες, ζωή των ανθρώπων, τόποι, ήθη και έθιμα ζωντανεύουν. Ο Γιάννης Καλπούζος όχι μόνο εισήλθε στην ατμόσφαιρα αλλά έφτασε στην εξαΰλωση και τη μετουσίωση. Τον φαντάζομαι να περνά σε διάσταση ενσυνείδητης παραίσθησης, να κάνει καταβύθιση στην εποχή με την οποία καταπιάνεται, ταξιδευτής του παρελθόντος και παρατηρητής της Ιστορίας. Της Ιστορίας και της ιστορίας ενός ανθρώπου που την ίδια την έζησαν και πολλοί άλλοι. Έτσι χάνει τον ατομικό της χαρακτήρα και κερδίζει την καθολικότητα. Ο Αγγελής τον οποίο και ακολουθώ στην κλίμακα του μαρτυρίου του, σ’ έναν Γολγοθά όπου κανένα κακό δεν είναι αρκετό, γιατί έρχεται το χειρότερο, έρχεται να μου απαντήσει στο ερώτημα που έθεσε ο Κασομούλης 15 χρόνια μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου: “Τι είδους άνθρωποι ήταν εκείνοι οι ήρωες; Τι είδους ήρωες ήταν εκείνοι οι άνθρωποι;”. Εύθραυστα, θνησιγενή πλάσματα, εκτεθειμένα σε κινδύνους και ανατροπές. Άνθρωποι με νου, σκέψη, αισθήματα, ιδιοτέλεια και ανιδιοτέλεια, στοχεύσεις, αίσθηση του θανάτου που συχνά λειτουργούν σα να είναι αθάνατοι. Άνθρωποι με γλίστρες, με κουσούρια και με γινάτι… Ο Αγγελής έχει γινάτι και παλεύει να σταθεί στα πόδια του, δε δέχεται να του τσαλαπατούν το φιλότιμο και την αξιοπρέπεια. Αυτός μ’ έμαθε ότι δεν ωφελεί να καταριέσαι τη μοίρα σου γι’ αυτά που έγιναν. Ωφελεί να μαυλίζεις τα μελούμενα, να τα φέρνεις στα μέτρα σου για να τα κουμαντάρεις. Δύσκολο εγχείρημα - ανηφόρα καρφί και χρειάζεται ινάτι στο ινάτι. Σκληρός, γιατί οι αναποδιές της ζήσης σε κάνουν πέτρα (επιτρέψτε μου να το ξέρω καλά στο πετσί μου αυτό) - όχι όμως ως το μεδούλι. Σε κάποιους μένει μια σταλαματιά, λίγο ζυμάρι ζυμωμένο με παιδικά δάκρυα. Είναι η δική του θειότητα που κρύβει ως μάλαμα μες στην ψυχή του. Αρκεί να μπορέσει κάποιος να του την ξυπνήσει.
Μαζί με τον Αγγελή βγήκα στον πόλεμο για τη λευτεριά. Από την Πάτρα, το μεγαλύτερο κέντρο εμπορίου του Μοριά, στην Καρύταινα, στο Μιστρά, στα Μπαρδουνοχώρια, στην Τριπολιτσά. Εκεί γνώρισα τον Μελισσηνό που τον έβαλα δίπλα στον παππού Ισμαήλ και στον σιορ Δονάτο. Μου ‘μαθε ότι ο χειρότερος κουφός είναι εκείνος που αρνιέται να ακούσει κι όταν βιάζεται η γλώσσα είναι οκνός ο νους. Μου ψιθύρισε “μη σκοτώνεις την ελπίδα, ούτε να ζεις μ’ αυτή. Άσε τη σε μια άκρη ν’ αχνοφέγγει το καντήλι της.”
Η εμπειρία του πολέμου είναι ωμή και μπορεί και πρέπει να αποδοθεί με μέσα απλά. Τούτο έκαναν ο Μυριβήλης, ο Δούκας, ο Βενέζης, ο Καραγάτσης. Δίπλα τους βάζω τον Γιάννη Καλπούζο. Οι αφηγητές αυτοί έχουν μια συγκλονιστική εμπειρία να καταθέσουν και το κάνουν με το λιγότερο σύνθετο και πολύπλοκο τρόπο. Δεν υπάρχουν τεχνάσματα, δεν ακούγονται κραυγές… Ψιθυρίζονται βαθιά αισθήματα με λέξεις ψυχής.
Ο Γιάννης Καλπούζος δεν ωραιοποιεί και δεν αποκρύπτει τις αλήθειες. Για τον Τούρκο ο ραγιάς άξιζε όσο ο μπάκακας. Εξόν κι ήταν κονομημένος, τρανός παπάς ή κοτζάμπασης. Ένας αφέντης ο Τούρκος και δεύτερος ο κοτζάμπασης. “Ο Κοτζαμπάσης του Καστρόπυργου” του Καραγάτση έρχεται και ξανάρχεται στο νου μου. Άγριο και τρομακτικό να σκοτώνεις ανθρώπους αλλά αμάτωτες νίκες δεν υπάρχουν. Κι ούτε κερδήθηκε ποτέ λευτεριά χωρίς να βρωμίσουν τα χέρια όσων πάλεψαν γι’ αυτή. Η διχόνοια, διαχρονικό μας ελάττωμα, ο σκληρός νόμος του συμφέροντος, η υποκρισία των ξένων (δήθεν) προστατών, τα αλληλοεμπλεκόμενα συμφέροντά τους, ο εμφύλιος σπαραγμός ως πληγή του έθνους… Όλα παρόντα στο βιβλίο με ακρίβεια κι αλήθεια ειπωμένα.
Μέσα σε τέτοιες οριακές στιγμές που αντιπαλεύουν η ζωή με τον θάνατο και φαίνεται να νικά ο δεύτερος, γεννιέται ένας μεγάλος έρωτας. Εξάλλου ο έρωτας είναι το αντίβαρο του θανάτου. Ο Αγγελής και η Σιμχά πάνω από θρησκείες, έθνη και διαφορές - γιατί οι άνθρωποι μετριούνται με της καρδιάς τα μαλάματα - χαράζουν μαζί τη στράτα τους. - “Εμάς τους δυο θα μας χωρίσει το τσαπί και το φτυάρι”, της λέει ο Αγγελής. Ω, κύριε Καλπούζο, ομολογώ ότι δάκρυσα διαβάζοντάς το… Αυτό έλεγε ο πατέρας μου στη μάνα μου… και έτσι έγινε.
Χωρίς ίχνος αμφισβήτησης πια σάς άφησα να με οδηγήσετε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Μαζί, λοιπόν, στην πατρίδα μου. Ξέρετε, για μας τους Μεσολογγίτες, το “φαινόμενο Μεσολόγγι” είναι γραμμένο σε κάθε κύτταρό μας. Για μας τους Μεσολογγίτες οι πολιορκίες και η Έξοδος είναι το νανούρισμα της μάνας μας, η προσευχή μας, η θεϊκή έξαρση με την οποία ανεβαίνεις πάνω από τον εαυτό σου. Και είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί με όποιον καταπιάνεται με την Ιστορία του, με τη δική μας ιστορία. Με το Θωμά πήγα στη ντάπια του Φραγκλίνου - αυτός είναι ο αγαπημένος μου ήρωας γιατί γελούσαν τα μάτια του πάνω στη ντάπια και γιατί δε δέχτηκε να πεθάνει διακονεύοντας σα σακάτης - είδα τον επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ με το σταυρό στο χέρι να δίνει θάρρος στους αγωνιστές που μάχονταν σαν αετοί αν και σκιές ανθρώπινες, είδα τον παπα-Πάνο Μπουγάτσα ξεσκούφωτος να γυρίζει στις ντάπιες με το δισκοπότηρο για να μεταλάβει τους ετοιμοθάνατους. Μαζί παντρέψαμε με βάια χουρμαδιάς δύο νέα παιδιά και τραγουδήσαμε - ναι τραγουδήσαμε - λίγο πριν το τέλος.
“Ποιος ήταν που τραγούδαγε / εχθές το βράδυ βράδυ / που το ‘λεγε τοσ’ όμορφα / και παραπονεμένα;” Μαζί, κύριε Καλπούζο, είδαμε να λαμποκοπάει ο κάμπος - ο Χρήστος ο Καψάλης μαζί του κι ο Θωμάς ανελήφθησαν στους ουρανούς.
Ακουμπήσατε την Ιστορία της Ιεράς Πόλεως με απόλυτο σεβασμό. Είστε Ωραίος ως Μεσολογγίτης.
Με βοηθήσατε να συνειδητοποιήσω τι είναι Πατρίδα. Μου μεταδώσατε το αχειροποίητο μιας ελληνικής παράδοσης, χωρίς διδακτισμούς και υπερφίαλες κατασκευές, με μια αμεσότητα που μόνο το γνήσιο έχει τη δυνατότητα να φέρει και με μια αλήθεια που σε οδηγεί στα μύχια της ψυχής σου. Η πατρίδα μου δεν έχει επιθετικούς προσδιορισμούς. Η πατρίδα μου είναι μία ιεροτελεστία κάθαρσης, μία υπόσχεση στον ανάπηρο πολέμου παππού μου. Η πατρίδα μου είναι το κλαρίνο που άκουσα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σας να ηχεί στην ήσυχη λιμνοθάλασσα.
Και ναι, έδωσα απάντηση στο αρχικό μου ερώτημα χάρη σε σας. Είμαι και Γρεκός και Έλλην και Ρωμιός. Έχω πολύ Μεσολόγγι μέσα μου. Ραγιάς δε θέλω να είμαι και ραγιάδικο βήμα δε θέλω να έχω.
Δάσκαλε, από καρδιάς σάς ευχαριστώ για το νέο μάθημα ζωής.

Ελένη Πλακίδα

