
ἐν βιβλίῳ
Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον - Elizabeth Strout | Εκδόσεις Άγρα
«Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον» είναι το πέμπτο μυθιστόρημα της Elizabeth Strout, που πρωτοκυκλόφορησε το 2016, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία και αποδοχή τόσο από το αναγνωστικό κοινό, όσο κι από τους κριτικούς, με αποτέλεσμα να βρίσκεται στη λίστα των υποψήφιων βιβλίων για το βραβείο Booker.
Πρόκειται για το μοναδικό, αυτή τη στιγμή, μυθιστόρημα της Αμερικανίδας συγγραφέως που κυκλοφορεί στη χώρα μας, εξαιρετικά μεταφρασμένο από τη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, για λογαριασμό των εκδόσεων Άγρα. Ένα μυθιστόρημα μικρό σε ό,τι αφορά τον όγκο των σελίδων, που όμως καταφέρνει μέσα απ’ τη σφιχτοδεμένη πλοκή του και τον εξαιρετικά προσεκτικό τρόπο με τον οποίο αποτύπωσε στο χαρτί την ιστορία της η Strout, να δημιουργήσει πληθώρα εικόνων, συναισθημάτων και προβληματισμών, αποδεικνύοντας περίτρανα σε μία εποχή όπου η πλειοψηφία των μυθιστορημάτων απαρτίζονται τουλάχιστον από 400 σελίδες, τη μεγάλη δυναμική που φέρουν οι μικρές φόρμες κειμένου, όταν ο δημιουργός τους φυσικά, μπορεί να διαχειριστεί σωστά και με σύνεση, εμποτίζοντας τες με τις απαραίτητες λογοτεχνικές αρετές.
Η Strout λοιπόν, δημιουργεί ένα σύντομο, αμιγώς κοινωνικό μυθιστόρημα, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκονται οι οικογενειακές σχέσεις και ειδικότερα η σχέση ανάμεσα σε μητέρα και κόρη, σχέση η οποία πολλές φορές δυσλειτουργεί, καθορίζοντας τελικά την πορεία που λαμβάνει η ζωή του παιδιού. Όλα ξεκινούν, όταν η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, η Λούσυ Μπάρτον νοσηλεύεται για ένα εύλογο χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο, με αφορμή την αφαίρεση της σκωληκοειδούς της απόφυσης, λόγω της φλεγμονής που εμφανίζει. Η Λούσυ απομονωμένη στο μονόκλινο δωμάτιο, που της εξασφάλισε η οικονομική δύναμη του άντρα της, ταλαιπωρείται από έναν ξαφνικό πυρετό, με την αιτία της εμφάνισής του, να παραμένει άγνωστη.
Ούσα παγιδευμένη στο αποστειρωμένο περιβάλλον του νοσοκομείου, η Λούσυ βιώνει αφόρητη μοναξιά με τις κόρες της να της λείπουν έντονα, όχι τόσο όμως και ο σύζυγός της. Μοναξιά την οποία έρχεται να ξορκίσει η μητέρα της, η οποία εμφανίζεται αναπάντεχα για μερικές ημέρες στο νοσοκομείο, με σκοπό να κρατήσει συντροφιά στην κόρη της. Η συνάντηση αυτή φέρνει κοντά τις δύο γυναίκες, μετά από μία πενταετία σχεδόν, που είχαν να μιλήσουν, ενώ γίνεται η αφορμή για ένα ταξίδι στο παρελθόν. Ένα ταξίδι σε αναμνήσεις, γεγονότα και πρόσωπα που συνδέουν τη Λούσυ και τη μητέρα της. Οι λίγες μέρες που θα συντροφεύσει τη Λούσυ η μητέρα της, περνούν μέσα σε ένα κλίμα έντονα εξομολογητικό, με τις δύο γυναίκες να προσπαθούν ταυτόχρονα να παρηγορήσουν η μία την άλλη, να κλείσουν τους ανοιχτούς λογαριασμούς του παρελθόντος, αλλά και να δείξουν η καθεμία με τον δικό τους τρόπο, πόσο αγαπά η μία την άλλη.
Η συνάντηση αυτή πυροδοτεί μία καταβύθιση στο παρελθόν της Λούσυ, φέρνοντας στο φως μία σκληρή περίοδο της ζωής της, κατά τη διάρκεια της οποίας, βίωσε πολυάριθμες δυσκολίες. Από τη μεγάλη φτώχεια, την έλλειψη βασικών αγαθών, αλλά και ερεθισμάτων για την καλλιέργεια και την ψυχαγωγία της, μέχρι τη φαινομενική γονική αδιαφορία και ανικανότητα, καθώς και την τραχιά συμπεριφορά του πατέρα της. Η Λούσυ καταφέρνει να ξεφύγει απ’ όλα αυτά. Καταφέρνει να σπουδάσει, να μορφωθεί και να διεκδικήσει μία καλύτερη σε βιοτικό επίπεδο καθημερινότητα, προσπαθώντας να εκπληρώσει το μεγάλο της όνειρο, να γίνει συγγραφέας. Τα καταφέρνει. Χτίζει μία ζωή, η οποία απέχει παρασάγγας απ’ αυτή των γονιών της, γεγονός που διευρύνει το χάσμα ανάμεσα σε εκείνη και τα μέλη της οικογένειάς της. Χάσμα το οποίο προσπαθούν να συρρικνώσουν μητέρα και κόρη, παρότι αισθάνονται κάπως ανοίκεια μεταξύ τους.
Η Strout αφηγείται την ιστορία της σε α’ ενικό πρόσωπο, μέσα απ’ την οπτική της κεντρικής της ηρωίδας, μέσα από μικρά κεφάλαια, που δεν ακολουθούν μία συγκεκριμένη χρονολογική σειρά, θυμίζοντας με αυτό τον τρόπο το ξεφύλλισμα ενός άλμπουμ φωτογραφιών, όπου τα μάτια και το χέρι στέκονται κάθε φορά σε μία τυχαία φωτογραφία, η οποία γίνεται η αφορμή για να ξεδιπλωθεί η ανάμνηση, που κρύβεται πίσω από το στιγμιότυπο.
Δίχως τάσεις ωραιοποίησης, αλλά με διάθεση ειλικρινή, η Strout προσπαθεί να προσεγγίσει την πραγματικότητα όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά, κι αυτό είναι που τελικά τσακίζει τον αναγνώστη. Η ατόφια αλήθεια που εντοπίζει στο κείμενο, σε συνδυασμό με το πηγαίο συναίσθημα που προξενεί η βαθιά εξομολογητική ατμόσφαιρα, που επικρατεί σε όλο το βιβλίο, αλλά και οι ανομολόγητες σκέψεις που αδυνατούν να εκφράσουν οι ηρωίδες της, αλλά ο αναγνώστης τις εντοπίζει, τις διακρίνει πίσω από τις λέξεις, και τις ταυτίζει με τις δικές του, με εκείνες που κι ο ίδιος αδυνατεί να εκφράσει πολλές φορές στην καθημερινότητα του, προς τους ανθρώπους του, δημιουργούν αναπόφευκτα μία ταύτιση με την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, την οποία ο αναγνώστης συναισθάνεται απόλυτα.
Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, το μυθιστόρημα «Το όνομα μου είναι Λούσυ Μπάρτον» αποτελεί ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό δείγμα μικρής φόρμας, που μέσα απ’ τη δυσλειτουργική σχέση μητέρας-κόρης που παρουσιάζει, και γενικότερα των δύσκολων οικογενειακών σχέσεων καταφέρνει να αγγίξει σε βάθος τον αναγνώστη, δημιουργώντας παράλληλα πλήθος σκέψεων και προβληματισμών. Είναι ένα μυθιστόρημα που σκάβει υποδόρια εντός του αναγνώστη, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμα του. Γι’ αυτό η ανάγνωση του, είναι μία σπουδαία διαδικασία, που σίγουρα αξίζει τον χρόνο σας!


