top of page

«Αν δεν τολμήσεις, ψευτοζείς»

Ένα μυθιστόρημα του Δημήτρη Τζουβάλη

Από τις εκδόσεις Αρμός

 

 

Σκέφτηκα να μην πω πολλά για τον Δημήτρη Τζουβάλη. 

Σκέφτηκα, ίσως να αποφύγω να πέσω στην συνηθισμένη παγίδα,  να αρχίσω να μιλώ φιλολογικά, σαν κάποιος που ξέρει, σαν κάποιος που έχει τα κλειδιά να ξεκλειδώσει τις αόρατες πόρτες της συγκίνησης που προκαλούν οι φράσεις, να ανοίξω τα ντουλάπια κάτω από τις λέξεις που είναι κρυμμένα τα αποθέματα των ενοχών, του φόβου και της αγωνίας που μας ενώνουν! Όχι, όχι... δεν θα βρω πρόσχημα κι εγώ την παρουσίαση αυτή για να μιλήσω για μένα όπως κάνουν οι περισσότεροι που καλούνται να παρουσιάσουν την δουλειά κάποιου άλλου... Δε θα μιλήσω κι εγώ για τον εαυτό μου με πρόσχημα ότι αναλύω κάτι που κατέχω στους άλλους. Θα αποφύγω ειδικά σε αυτή την παρουσίαση την αυτοπαρουσίαση... άλλωστε δεν είμαι κάτοχος καμιάς ιδιαίτερης αξίας, ένας αναγνώστης είμαι, σημαντική θέση όμως αυτή για όλους εμάς που αγαπάμε το βιβλίο. Ο  Δημήτρης Τζουβάλης από μόνος του είναι ένας οπερατέρ με φακό τις φράσεις του, κοιτάει μέσα του και καταγράφει ιστορίες, στιγμές, σεκάνς που αφηγούνται το πολύτιμο που προσπερνάμε ως ασήμαντο, αλλά είναι η βασική πηγή του βάσανο που κουβαλάμε. Ο Δημήτρης Τζουβάλης τα βάζει με τους ανίκητους στρατούς που έχει μέσα του με προορισμό την ήττα του. Δεν το νοιάζει αν θα ηττηθεί. Τον νοιάζει να αγωνιστεί, να ξαναδεί, να βάλει σε αμφισβήτηση την κατάληψη του λόφου και να τον  ξανακαταλάβει, να τον κατανοήσει δηλαδή, να αναγνωρίσει την σημασία του εκστρατειών ενάντια στο άσκοπο της ζωής, ενάντια στους πειρατές ονείρων που καιροφυλακτούν, να κλέψουν ότι όνειρο που μας απέμεινε! Του Δημήτρη Τζουβάλη, του φτάνει που τα βάζει με το άπιαστο, του φτάνει που περπατάει γωνία εκτός Ορίων και πάθους. Ακροβατεί, του αρέσει το τεντωμένο σχοινί, του αρέσει να ρισκάρει, γιατί αν δεν τολμήσεις ψευτοζείς. 

 

Λοιπόν, εδώ σήμερα θα σας παρουσιάσω κάτι που μου προέκυψε όταν άρχισα να διαβάζω το τελευταίο μυθιστόρημα του Δημήτρη Τζουβάλη. Είναι ακριβώς αυτό που μου συμβαίνει πάντα όταν διαβάζω κάτι που με τραβάει έξω από το προσδοκώμενο, έξω από το αναμενόμενο. Το έχω ξαναγράψει και κάπου αλλού... Όταν βλέπω και ξαναβλέπω για παράδειγμα μια ταινία του Γκοντάρ, ενώ κυλάει από σκηνή σε σκηνή η αφήγηση, εγώ κάποια στιγμή φεύγω και γυρίζω σε ταινία την δική μου ιστορία με τις δικές του σεκάνς. Ακριβώς αυτό μου συμβαίνει και μου συνέβη διαβάζοντας αυτό το μυθιστόρημα του Δημήτρη Τζουβάλη. Ενώ διάβαζα λοιπόν και περνούσα από μικρό κεφάλαιο σε λίγο μεγαλύτερο κεφάλαιο _παρεμπιπτόντως, δομή εξαιρετική, που σέβεται τον αναγνώστη, την κατάστασή του αναγνώστη, τον χρόνο του, την διάθεσή του, όλα μα όλα_ έπιασα τον εαυτό μου να κάνω μονόζυγο σε κάποιες φράσεις, να τις αποσπώ και να δοκιμάζω τις δικές μου δυνάμεις και δυναμικές στην αιώρηση και την τόλμη. Όχι αυτό δεν ήταν εις βάρος του μυθιστορήματος του Δημήτρη Τζουβάλη, γιατί σε χρόνο DT, επέστρεφα σε αυτό, στη συνέχεια και την απόλαυση της ανάγνωσης, με την αίσθηση αυτή την φορά, του πετάγματος που μεγαλώνει τις φράσεις και επιμηκύνει το εύρος των φράσεων και του νοήματος που σύρουν. Έτσι παράλληλα με το βιβλίο έγραφα και ένα άλλο αφήγημα μεταξύ δύο ανθρώπων που ο ένας ρωτάει και ο άλλος απαντάει με τις αγαπημένες του φράσεις μέσα από το μυθιστόρημα του Δημήτρη Τζουβάλη. Δυο πρόσωπα, αδιευκρίνιστου φύλου, ακαθόριστης ηλικίας, με εσωτερικές ρυτίδες συνομιλούν, σε έναν απροσδιόριστο χώρο, εκτός τόπου και χρόνου. Ο ένας ρωτάει και ο άλλος απαντάει με φράσεις που αν διαβάσετε το μυθιστόρημα θα τις βρείτε μέσα και αν είστε ταπεινοί θα τις υπογραμμίσετε και θα αφεθείτε να σας πάνε στο νόημα μιας ζωής που δεν είναι ψευτοζωή. Μπορεί και τα δύο πρόσωπα να είναι ένα πρόσωπο που μιλάει με τον εαυτό του... Μπορεί... Αποφασίστε το εσείς... Το ένα πρόσωπο θέλει να φύγει για αλλού και το άλλο πασχίζει να τον κρατήσει εδώ. Η πάλη μοναχικού ανθρώπου. 

 

Που πάμε; Χαθήκαμε; 

«.... Πάμε να αλλάξουμε την ζωή μας. Πάμε να μαζέψουμε τα κομματάκια που χάσαμε, εκείνα τα σκληρά και ανηλεή καλοκαίρια... Τα κομματάκια που έχανες λείπουν από το σώμα μου... έλα Να τα ενώσουμε στο κορμί μου και να το συμπληρώσουμε. Εγώ να ξαναβρώ τον εαυτό μου ολόκληρο κι εσύ να αποκτήσεις μια άλλη δική σου καταδική σου αγάπη... Δεν θέλω άλλη αγάπη, εσένα θέλω...»

 

Ποιος θα ήταν ο τίτλος του μυθιστορήματος της ζωής σου;

«Αν δεν τολμήσεις, ψευτοζείς»

 

Και πως θα ξεκινούσε ένα τέτοιο μυθιστόρημα;

«Επίθεση γενναίοι μου, Επίθεση»

 

Προτροπή; Διαταγή; Προς συμπολεμιστές;

«Πέστε το κι έτσι αν θες... Αυτό που θέλω να ξέρεις είναι ότι αν και φωνάζει δυνατά ο ήρωας, δεν ακούγεται τίποτα... Τίποτε κανένας ήχος

Καμμιά ανταπόκριση από το αντίπαλο στρατόπεδο...

Ούτε μια κίνηση που να προδίδει ανθρώπινη παρουσία...

Ούτε και ο υποτιθέμενος στρατός κινήθηκε...

Οι γενναίοι δεν θέλησαν να δοξαστούν»

 

Καμμιά αλλαγή; Νοιώθεις καμμιά αλλαγή;

«Καμμιά αλλαγή... Όλα είναι στη θέση τους

Τίποτα δεν έχει αλλάξει κατά τα φαινόμενα

Μόνο οι άνθρωποι απουσιάζουν

Και η απουσία τους μια απογοήτευση

Μια απογοήτευση που κενώνει την ψυχή

Τίποτα, Τίποτε δεν άλλαξε 

Τίποτα δεν μένει ίδιο

Όλα γύρω μας ανύπαρκτα είναι!»

 

Εσένα πως σου φέρονται οι γνωστοί;

«Κάποιοι παλιοί γνώριμοι, που έχουν μέσα τους έμφυτη την γενναιότητα να αψηφούν τις επιταγές της κοινής γνώσης, ρυθμίζοντας την συμπεριφορά τους σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια, με χαιρετούν εγκάρδια...»

 

Και οι άλλοι; Η κοινή γνώμη; Πως σε αντιμετωπίζουν;

«Με κοιτούν με απέχθεια, με προσπερνούν χωρίς να μου μιλήσουν»

 

Ακούγεται σκληρό... Πως νοιώθεις λέγοντας όλα αυτά;

«Δεν ξέρουν πως δεν είμαι παρά μόνο η εικόνα μου... Απουσιάζω κι εγώ από μέσα μου εδώ και πολύ καιρό...τώρα. Είμαι ένα ξεγέλασμα της όρασης, ένας αντικατοπτρισμός. Ένα ονειρικό πλάσμα της φαντασίας των καλών μου φίλων που θέλουν να υπάρχω, να με βλέπουν, και να μ’ αγαπούν... Είμαι ο εφιάλτης των άλλων, που θέλουν κι αυτοί να υπάρχω, για να με τυραννούν αέναα για τα υποτιθέμενα κακά που σώρευσα την πόλη!»

 

Τελικά ποιος είσαι;

«Είμαι ένα τίποτε. Κι ένα τίποτε δεν μπορείς να το αγαπάς ούτε να το τιμωρείς!»

 

Που Πιστεύεις ότι είναι η αλήθεια σε όλα αυτά;

«Παντού. Η αλήθεια μονάζει στα μοναστήρια της ψυχής των ανθρώπων. Κάθε ψυχή και διαφορετικό δόγμα περί αλήθειας και διαφορετική καλόγρια η αλήθεια που μονάζει μέσα της»

 

Αν ο καθένας έχει μέσα του μια δική του αλήθεια τότε έχεις κι εσύ μια αλήθεια...

«Ναι έχω κι εγώ μια αλήθεια του καλόγερου μέσα μου. Μια δική μου αλήθεια που της έχω κουρέψει τα αιχμηρά αγκάθια που με πλήγωναν. Τώρα είναι μια χαδιάρα και λεία αλήθεια, χαρούμενη παιδούλα αλήθεια, που με γεμίζει αγαλλίαση. Μια υπάκουη αλήθεια, όχι σαν εκείνες τις ατίθασες φονικές αλήθειες που σκοτώνουν την ζωή γύρω...»

 

Ο Δημήτρης Τζουβάλης δεν γράφει απλώς ένα ακόμα μυθιστόρημα... Αφήνει την γλώσσα να εκφράσει αυτό που μας βασανίζει. Για αυτό και οι φράσεις του είναι αποσπάσματα νοήματος από την ζωή του καθενός μας!

 

Δεν χάνετε τον χρόνο σας

Διαβάστε αυτό το μυθιστόρημα.

Για να κερδίσετε τον εαυτό σας!

 

Το συγκεκριμένο φαίνεται ένα παλιό βιβλίο

Είναι ένα πολύ σύγχρονο βιβλίο

Γιατί αυτό που παλεύει το βιβλίο 

Είναι ο αρχαίος σύγχρονος άνθρωπος, είναι ο άνθρωπος που δεν είναι άλλος, είναι ο γοητευτικός άνθρωπος, ο άνθρωπος που ψάχνουμε, ο άνθρωπος που ψάχνεται.

Στιγμιότυπο 2019-03-19, 17.04.51.png

Θανάσης Λάλας

an-den-tolmiseis-pseytozeis-978960615170
Στιγμιότυπο 2019-03-19, 17.04.51.png

γράφει ο Θανάσης Λάλας

bottom of page