top of page

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν Χριστούγεννα

 

 

Δεκέμβριος του 1988.

Χριστούγεννα.  Κρύο μέσα κι έξω. Δυο γυναίκες παραπατούσαμε στο λιγοστό φως, που έβγαζε το καντήλι, που άναβε η μάνα κάθε βράδυ. Δέντρο στο σπίτι δεν στολίσαμε εκείνα τα Χριστούγεννα λόγω πένθους. Η μάνα είπε πως δεν κάνει, δεν είναι σωστό να γιορτάζουμε ενώ έχουμε λύπες. Δεν έφερα αντίρρηση. Δεν έφερνα ποτέ. Έτσι κι αλλιώς δεν περνούσε ο λόγος μου.

Η μάνα έστρωσε το κρεβάτι να κοιμηθώ κι άναψε την ηλεκτρική σόμπα για να σπάσει λίγο το κρύο. Το τζάκι, το μοναδικό ως τότε μέσο θέρμανσης του σπιτιού, το είχε αναθέσει σε δυο μαστόρους να το επισκευάσουν, δυο μήνες νωρίτερα. Εκείνοι  πήραν τα λεφτά και μετά όλο δικαιολογίες. Πού χρόνος, πού διάθεση. Ανήμπορη η μάνα δεν έκανε τίποτα. Προσπάθησε αλλά μάταια. Κανείς δεν την υπολόγιζε. Την λυπόμουν τόσο που μου ερχόταν να ουρλιάξω. Δεν το έκανα. Δεν τόλμησα. Δεν περνούσε ο λόγος μου.

Αφού άφησε τη σόμπα λίγη ώρα αναμμένη, την έκλεισε και ξάπλωσε κι αυτή. Στο διπλανό κρεβάτι. Την είδα να κλείνει τα μάτια της. Είδα και δάκρυα που κύλησαν από κει. Δεν ήξερα τότε που πήγαιναν τα δάκρυα. Τώρα ξέρω;

Ας είναι.

Κοιμηθήκαμε. Για κακή μου τύχη όχι για πολύ. Μέρες πολλές συνεχόμενες ξύπναγα από το ίδιο όνειρο. Έβλεπα λέει τον πατέρα να ανοίγει την πόρτα και να έρχεται προς το μέρος μου. Τινάχτηκα όπως κάθε νύχτα και σηκώθηκα να δω αν ήρθε. Η μάνα με κατάλαβε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι σε έξαλλη κατάσταση.

«Σκάσε πια» φώναξε. «Δεν θα έρθει. Δεν θα ξανάρθει. Ας είναι Χριστούγεννα, δεν θα τον ξαναδείς».

Έπιασα να κλαίω. Με λυγμούς. Όχι τόσο που δεν θα ξαναρχόταν ο πατέρας. Αυτό το ήξερα. Που ξύπνησε η μάνα έκλαιγα. Πώς θα την παρηγορούσα τώρα; Δεν ήξερα. Δεν το ήθελα, της το ορκίστηκα. Της είπα να με πάει σε έναν παπά να με «διαβάσει», να μην σκέφτομαι, να ησυχάσω. Μου υποσχέθηκε πως θα το κάνει αν το ξαναπάθαινα.

Δεν ήθελα «διάβασμα» αλλά έπρεπε να την ηρεμήσω. Ξάπλωσα πάλι. Ξάπλωσε κι εκείνη κι όλο μονολογούσε.

«Θα έρθουν κι οι καταραμένοι να ζητήσουν λεφτά. Όλο βάσανα» συνέχισε.

«Την κατάρα μου να ’χουν» φώναξε μια στιγμή.

Ήξερα αλλά δεν μίλησα.

Τη μάνα την αγαπούσα. Ήταν η μάνα. Και τους καταραμένους τους αγαπούσα. Ήταν αδέρφια. Μα περισσότερο συμπονούσα τη μάνα. Που δεν ήθελε να δώσει. Που είχε κουραστεί. Που έκλαιγε. Που δεν γλύκαινε. Αντί αυτού όλο εμπόδια.

Έκανα πως κοιμόμουν μέχρι που ησύχασε κι αυτή. Την άλλη μέρα το πρωί έγινε το θαύμα. Η μάνα έφυγε για τη δουλειά κι εγώ είχα αποφασίσει από το προηγούμενο βράδυ πως αυτοί οι καταραμένοι δεν θα έπαιρναν λεφτά. Όχι αυτή τη φορά.

Γνώριζα που έκρυβε η μάνα τα λεφτά, τα βρήκα, τα πήρα και τα έκαψα. Στάχτη τα έκανα. Στάχτη θα έπαιρναν. Όχι άλλο τη μάνα. Να γλιτώσει κι αυτή.

Να γλιτώσω κι εγώ.

Τακτοποίησα το σπίτι, μαγείρεψα, τραγούδησα. Πρώτη φορά εκείνα τα Χριστούγεννα. Τόση υπερηφάνεια ένοιωθα για το κατόρθωμά μου. Όταν γύρισε η μάνα το απόγευμα της τα είπα όλα χαρτί και καλαμάρι σαν και τα κάλαντα. Δεν μίλησε. Δεν έκανε τίποτα εκτός από το να σωριαστεί στην καρέκλα δίπλα στη σερβάντα με τα γυαλικά. Σείστηκαν κι αυτά έτσι όπως έπεσε πάνω στην καρέκλα.

«Ήταν τα τελευταία μας» ψέλλισε αχνά.

Πρώτη φορά δεν φώναξε, πρώτη η φορά που κατουρήθηκα από τον φόβο μου. Αν ήμουν πενήντα χρόνων θα είχα πάθει ανακοπή, θα είχα πεθάνει από τον φόβο. Με κοίταξε. Δεν διέκρινα τίποτα στο βλέμμα της. Κενό. Ένα απέραντο κενό.

«Ήταν τα τελευταία μας. Τι αλλόκοτο πλάσμα που είσαι» είπε και με κοίταξε. «Τα έκαψες;»

«Ναι», απάντησα δυναμικά.

Ξέσπασε σε γέλια, γέλια τρελά, απόκοσμα, τρομακτικά. Ύστερα σηκώθηκε και με χτύπησε απαλά στην πλάτη.

«Για εκείνους τα έκαψες;»

«Ναι», είπα ξανά.

«Ξέρεις τι σκέφτομαι;»

«Τι;»

«Θα ήταν ωραία να στολίζαμε το δέντρο».

«Φέρνω τα στολίδια» είπα, κι έτρεξα όλο ικανοποίηση γιατί η μάνα γέλασε κι ας μην είχε άλλα λεφτά.

 

 

Αρετή Καμπίτση

Η Αρετή Καμπίτση γεννήθηκε στον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας και ζει τα τελευταία είκοσι χρόνια στα Χανιά. Σπούδασε Επιστήμες του Ανθρώπου και Λογοτεχνία στο Τμήμα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού του ΕΑΠ και αρθρογραφεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Δύο διηγήματά της έχουν γίνει ταινίες μικρού μήκους. Οι «Μικροί θεοί» είναι το πρώτο της βιβλίο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.

bottom of page