top of page

«Οι εποχές αλλάζουν. Οι άνθρωποι;»


   Και τότε ένας ολόκληρος όροφος στο Μινιόν άνοιγε για εμένα άντε και για τα άλλα παιδιά. Και εγώ πήγαινα δεξιά στα μπλε παιχνίδια που ήταν playmobil, lego και αυτοκινητάκια και η αδερφή μου αριστερά στα ροζ τα κοριτσίστικα που από τότε ήταν «ρατσιστικά» περισσότερα αλλά δε με ένοιαζε. Γιατί χαιρόμουν πολύ και το μόνο αταίριαστο και τεχνολογικά ανεξήγητο τότε ήταν οι κυλιόμενες σκάλες που φοβόμουν ότι θα με ρουφήξουν. Και το μόνο πονηρό οι Αγιοβασίληδες στο ισόγειο που με έκλεβαν από τους γονείς μου για μια φωτογραφία ακριβή για τα δεδομένα. Λαχείο, γαλοπούλα από την Κεντρική, γλειφιτζούρι-κόκορας από την Αθηνάς και χαρούμενα πρόσωπα. Εκτός και αν βλέπαμε κάποιον άστεγο ή κάποιο ζητιάνο ή αν οι εφημεριδοπώλες φώναζαν για ταραχές ή θανάτους κάπου αλλού. Τότε προβληματίζονταν οι γονείς μου γιατί «πόσο αίμα να αντέξει μια Γάζα;» για π.χ. και «πώς να χαρούμε εμείς όταν αλλού κάποιοι υποφέρουν»; Ο καλός Θεούλης δεν είχε προβλέψει τότε το σκρολάρισμα όπως τώρα στα κινητά που θλίβεσαι αυτοστιγμεί, γράφεις το σχόλιο ή βάζεις φατσούλα πως λυπάσαι και συνεχίζεις στο «να αρέσκεσαι» σε ποσταρισμένα δέντρα και μελομακάρονα «φίλων». Υπήρχε ένα «μάζεμα» στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. O πατέρας έδινε το έναυσμα «ας χαρούμε τις στιγμές» έχοντας όμως όλοι ανοιχτή μια «σύνοδο» στο μυαλό μας ότι κάπου αλλού κάτι πάει στραβά. Και τότε πέφταμε με τα μούτρα στο φαϊ. Πάντα υπήρχε ένας θείος υπέρβαρος που έτρωγε πολύ περισσότερο και ρευόταν δυνατά εξυμνώντας τα φαγητά της μάνας μου που κολακευμένη ευχαριστούσε και του έδινε μια σόδα. Εμείς γελούσαμε ευχόμενοι να μπορούσαμε τότε να κοινοποιήσουμε αυτό που έγινε (για π.χ. ο θείος χλαπακιάζει γαλοπούλα και ρεύεται στην τοποθεσία σπίτι εξαδέλφης) γιατί στο προφορικό κανείς δεν πίστευε αλλά ο πατέρας έλεγε «ότι γίνεται σε αυτό το σπίτι μένει στο σπίτι». Και τρώγαμε και γλυκά που έφερναν οι καλεσμένοι αλλά δεν ήταν συνταγή «Άκης» ή «Αργυρώ», απλά μιας θείας που καμάρωνε και διακήρυττε ότι δεν έκανε τίποτα «Ένα morfat, δύο αυγά, αλεύρι, γάλα και βούτυρο, κορίτσια έβαλα». Μετά οι άνδρες έπιναν και έκαναν σαχλά αστεία, οι γυναίκες που απαξιούσαν να πέσουν στο επίπεδό τους μεταφέρονταν στην κουζίνα για να βοηθήσουν τη μαμά. Ο θείος που χλαπάκιαζε, τις έλεγε τότε σιγανοπαπαδιές και όλοι ξεραίνονταν στα γέλια εκτός από εμένα που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τις παπαδιές από την ταχύτητα. Εμείς ανοίγαμε όλο χαρά τα δώρα από το Μινιόν μαζί με άλλα που μας είχαν φέρει τα ξαδέλφια και τσακωνόμαστε γιατί τα δικά τους ήταν από τον «Λαμπρόπουλο» και έλεγαν πως ήταν καλύτερα. Αλλά τα βρίσκαμε, γιατί στα παιχνίδια μας όλοι κερδίζαμε κανένας δεν περνούσε περισσότερες πίστες, ούτε έπαιρνε μπόνους ζωές, το πολύ-πολύ κάποιοι ιππότες playmobil να επιτίθονταν στις Barbie των κοριτσιών. Άντε να ρίχναμε και κάποιον τσακωμό για το ποιος μάζεψε τα περισσότερα στα κάλαντα, ποιοι τσιφούτηδες δε μας άνοιξαν (αυτή τη Φωτιάδου που ακούγεται το σούρσιμο της και δεν ανοίγει η άτιμη, καριόλα δεν μπορούσα να την πω τότε) και ποιοι ήταν υπέρ το δέον γενναιόδωροι (επίσης δεν μπορούσα να τους πω γαμάτους). Στο τέλος όλοι μεταφερόμασταν στο τζάκι και δεν μιλούσαμε μόνο σκεφτόμασταν. Ο πατέρας πέταγε μια ευχή για τους άστεγους που είδαμε στο Κέντρο και αυτούς που υπέφεραν μακριά, «να μην είναι πολλοί από δέκα να γίνουν Ένας ή Κανένας ρε παιδιά» φώναζε. Τότε οι μεγάλοι τσούγκριζαν τα ποτήρια τους και εμείς ανανεώναμε το ραντεβού μας για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στα κάλαντα και εγώ έβαζα στοίχημα ότι η Φωτιάδου θα μου ανοίξει θέλει δε θέλει αλλιώς θα σήκωνα την πολυκατοικία στο πόδι. Και όταν όλοι οι καλεσμένοι έφευγαν οι γονείς μου αγκάλιαζαν εμένα και την αδελφή μου μας φιλούσαν και μας έβαζαν στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε παρέα με τα παιχνίδια μας εγώ με τα μπλε και η αδελφή μου με τα ροζ.

 

ΤΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Τόλης Αναγνωστόπουλος γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Σπούδασε Διοίκηση Νοσοκομείων και έκανε μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και στα Οικονομικά της Υγείας. Δεν περιμένει την ανάπτυξη ούτε την έμπνευση. Γράφει ασταμάτητα, ικανοποιώντας τη μεγάλη του επιθυμία, αφήνοντας ταυτόχρονα ήσυχους τη γυναίκα και τα δύο του αγόρια. Δεν γράφει πολύ αισιόδοξα, αλλά με δόσεις χιούμορ. Πυρήνας των ιστοριών του είναι η φιλία, στην οποία πιστεύει πολύ. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

Προτιμά το βουνό από τη θάλασσα, το ποδήλατο από το αυτοκίνητο, τη lowbap μουσική από τη ροκ.

Αρθρογραφεί στο κοινωνικό δίκτυο για το βιβλίο «Bookia». Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα «Ένας ή Κανένας» από τις εκδόσεις «Το Ανώνυμο Βιβλίο», τον Μάρτιο του 2016. «Το βαθύ ρήγμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.

Επικοινωνία:

tolisanagnos@gmail.com

bottom of page