
ἐν βιβλίῳ...

Ηρακλειδών 22, Θησείο 118 51, Αθήνα, 210 3451390

Φωτογραφία
Αυτή η φωτογραφία είναι ό,τι μου απέμεινε από σένα, ό,τι απέμεινε από μας. Τα χρόνια πέρασαν και εγώ την σφίγγω σφικτά στα χέρια μου, πάνω στο στήθος μου, στις ευτυχισμένες, μα και στις δυστυχισμένες στιγμές της ζωής μου.
Θέλω να σε θυμάμαι όπως σ’ αυτή τη φωτογραφία. Εσύ φοράς το καλό σου κοστούμι και ‘γω το λευκό μου φόρεμα. Έχουμε βγει τη κυριακάτικη μας βόλτα. Είμαστε τόσο ευτυχισμένοι, χαμογελάμε μεν αλλά τα πρόσωπα μας κρύβουν μια μελαγχολία. Eίχαμε πάει μια βόλτα στο πάρκο και στο γυρισμό, πήραμε παγωτό, εσύ σοκολάτα, εγώ φράουλα, είχα πασαλειφθεί, αλλά δε φοβόμουν ότι θα λερώσω το λευκό μου φόρεμα, με τη ροζ κορδέλα να διαγράφει τη λεπτή μου μέση και τη δαντέλα στο τελείωμα να χαϊδεύει τα γόνατα μου. Με χτυπάνε τα παπούτσια και προσπαθώ να κρύψω τις συσπάσεις πόνου στο πρόσωπο σου. Εσύ αγέρωχος.
Ο χρόνος περνά μα η φιγούρα σου δε ξεθώριασε στο μυαλό μου, τα μάτια σου είναι εκεί και με καρφώνουν, το χαμόγελο σου, η θύμηση σου, είναι αυτά που με κρατήσαν ζωντανή τα χρόνια που πέρασαν.
. Το πρώτο καιρό έκλαιγα κάθε φορά που την κοιτούσα, σα να μου καρφωνότανε ένα αγκάθι, τώρα πια μόνο χαμογελώ, με πίκρα.
Εκείνο το βράδυ, ήταν το βράδυ που αποφάσισες να με γνωρίσεις στους δικούς σου, ήμουν τόσο ευτυχισμένη, εκείνο το βράδυ.
Φορούσα το λευκό φόρεμα της φωτογραφίας. Είχα πιάσει τα μακριά μαλλιά μου κοτσίδα,-τώρα πια είναι λευκά-, με ένα όμορφο μεγάλο φιόγκο, τα χέρια μου είχαν ιδρώσει, κρατούσα ένα κέικ με κεράσια που είχα φτιάξει μόνη μου, για να δουν ότι είμαι νοικοκυροκόριτσο, έτρεμα από την αγωνία, αν τελικά θα με ενέκριναν οι δικοί σου, ήθελα τόσο πολύ να τους κάνω καλή εντύπωση, ήμουν τόσο ερωτευμένη μαζί σου.
Αυτό δε στο είπα ποτέ. Ένα απόγευμα στο θέατρο, καθόμουν στην πίσω σειρά, ήμουν σχεδόν κρυμμένη, είχα κρυφακούσει τη μητέρα σου να λέει στην αδερφή σου. «Δεν μας νοιάζει που δεν είναι πλούσια, αλλά ο αδερφός σου θα παντρευτεί Εβραία» . Ακόμα λοιπόν απορώ πως τελικά δέχτηκαν να με γνωρίσουν. Πως δέχτηκαν τη δασκαλίτσα που δεν είχε την κοινωνική τους θέση αλλά και που όσο και αν προσπαθούσε κατά τα λεγόμενα της μάνας σου, Εβραία δεν θα γινόταν ποτέ.
Θυμάμαι την αμηχανία σου, τα χαμόγελα, το χέρι μου ζεστό μες το δικό σου. Αυτή η ζεστασιά μου πρόσφερε ασφάλεια, ο κόσμος όλος ήταν δικός μου, η μελαγχολία μου υποχωρούσε. Τα χαμόγελα των δικών σου έσβηναν τις αμφιβολίες μου.
Ήταν Νοέμβρης, 9 Νοέμβρη 1938, είχε ψυχράνει ο καιρός και ‘γω είχα ρίξει μόνο ένα λευκό ζακετάκι πάνω στο λευκό μου φόρεμα, το φόρεμα της φωτογραφίας. Το καλό μου φόρεμα. Στο λαιμό φορούσα ένα μεταξωτό φουλάρι που μου ‘χες κάνει δώρο, τα περασμένα Χριστούγεννα, θυμάσαι;
Ήταν μια όμορφη βραδιά, ο πατέρας σου με ρωτούσε για τις σπουδές μου στο Βερολίνο, γιατί ήθελα να γίνω δασκάλα, πως βρέθηκα από το Παρίσι στο Βερολίνο, του έλεγα πως γνωριστήκαμε οι δυο μας. Νομίζω τον είχα κερδίσει. Η αδερφή σου με γνώριζε ήδη, είχαμε γίνει φίλες, έμενε μόνο να καταφέρω να πείσω την κ. Silberstein για τις αγνές μου προθέσεις, έναντι του κανακάρη της, ό,τι δεν είχα βάλει στο μάτι το κοσμηματοπωλείο που βρίσκονταν κάτω από το σπίτι της και ότι θα κατάφερνα αφού περάσω την κατάλληλη θρησκευτικο-πολιτιστική εκπαίδευση και βαπτιστώ, να σταθώ επάξια δίπλα σου, ώστε να ενωθούμε με τα ιερά δεσμά του γάμου. Εμένα φυσικά και δε με νοιάζανε όλα αυτά, το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να είμαι μαζί σου, δε ξέρω αν φταίει το Παρίσι ή ο τρόπος που μεγάλωσα, ήμουν ελεύθερη, μέχρι τότε δεν είχα σκεφτεί παιδιά και γάμους, όταν σε γνώρισα όμως ήταν αλλιώς. Δεν είχα αντίρρηση προκειμένου να μοιραστώ τη ζωή μου μαζί σου, κρατώντας σου το χέρι σφιχτά, να μάθω τι είναι η Γιομ Κιπουρ, να σταματήσω να τρώω αυγά και χοιρινό, μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτά άλλωστε.
Θυμάμαι γέλια και χαρούμενες φωνές, στο γραμμόφωνο παίζει ένα χαρούμενο βάλς, δε θυμάμαι πια ποιο είναι, έχουν περάσει τόσα χρόνια. Με σηκώνεις να χορέψουμε, κοίταξε με το λευκό μου φόρεμα ανεμίζει, πετάω, είμαι τόσο ευτυχισμένη, κλείνω τα μάτια και μας βλέπω αγκαλιά να περπατάμε στο φως, ενώ σου κρατάω το χέρι σφικτά.
Και ξαφνικά ένας εκκωφαντικός θόρυβος, χιλιάδες γυαλιά να σπάνε ταυτόχρονα και ένα δυνατό τράνταγμα, λες και θα γκρεμιστεί ολόκληρο το τετράγωνο και ύστερα ποδοβολητά και φωνές, φωνές, άγριες φωνές, σταμάτησαν τα γέλια. Το αίμα μου παγώνει ξαφνικά.
Βαριά χτυπήματα στη πόρτα. Ποδοβολητά ξανά και έπειτα μια τραχιά φωνή.
"Sind Sie Herr Silberstein? Sind die Ihre Familie? Sie müssen uns sofort folgen".
Μπροστά μου στέκεται ένας πανύψηλος αξιωματικός με παγωμένο βλέμμα. Λέει στο πατέρα σου επιτακτικά να τον ακολουθήσουμε.
Ζαλίζομαι, νιώθω πως θα σωριαστώ, δε θέλω να αφήσω το χέρι σου, σε κρατάω σφιχτά.
«Μη φοβάσαι, είμαι δίπλα σου», μου λες.
"Sind Sie alle Juden?" Μας ρωτά αν είμαστε όλοι Εβραίοι.
Απαντάς αμέσως «Αφήστε το κορίτσι να φύγει, δεν είναι Εβραία, ήρθε απλά για επίσκεψη». Όχι δε θα σε αφήσω, θα έρθω μαζί σου. Πάρε με μαζί σου, εμείς θα χτίσουμε μια κοινή ζωή μαζί. Δε γίνεται να φύγεις.
Θυμάμαι τον αξιωματικό να σε σπρώχνει, να σε τραβά από δίπλα μου, ουρλιάζοντας «raus».
Σε κλωτσάει και πέφτεις, ουρλιάζω, τρέχω να σε βοηθήσω να σηκωθείς.
Πάρε μαζί σου, μη φεύγεις, μη μ’ αφήνεις.
Κατεβαίνω τις σκάλες του σπιτιού σου κουτρουβαλώντας, μια ενιαία ανθρώπινη μάζα, κλαίω, το λευκό μου φόρεμα πιάνεται στην άκρη του σκαλοπατιού, πέφτω.
Το χέρι μου μένει άδειο, παγωμένο, δε καταλαβαίνω πως φτάνω στην εξώπορτα.
Ανεβαίνεις στο φορτηγό που είναι μπροστά στο σπίτι σου, μαζί με τους δικούς σου. Άνθρωποι σαστισμένοι, τσουβαλιασμένοι, μικρά παιδιά, νέοι, γέροι, άντρες, γυναίκες σπαράζουν.
Κρεμιέμαι στην καρότσα, το μόνο που πρόλαβα να κάνω είναι να βγάλω το φουλάρι μου και να στο δώσω. Μετά σκοτείνιασαν όλα. Οι γερμανικές διαταγές χτυπούν τα μηλίγγια μου. Σωριάζομαι στο δρόμο.
Είναι πολλές οι φορές που σκέφτομαι ότι θα ‘πρεπε να είχα ανέβει στο φορτηγό μαζί σου, σ’ αυτό το τελευταίο σου ταξίδι. Δεν έπρεπε να σε αφήσω μόνο να φύγεις, μα δείλιασα. Ποια αγάπη λοιπόν ένιωθα, που πήγε η αγάπη;
Δεν έπρεπε να αφήσω το χέρι σου.
Για πολύ καιρό περνούσα κάτω από το σπίτι σου, περπατούσα ανάμεσα στα σπασμένα γυαλιά της βιτρίνας του κοσμηματοπωλείου σας. Μόνο σπασμένα γυαλιά, το μαγαζί άδειο, δεν άφησαν τίποτα, τα πήραν όλα, στο σπίτι και στο μαγαζί.
Μια τεράστια επιγραφή στο τοίχο με κατακόκκινα γράμματα, σα σφαίρες, “Kein Jude mehr hier”, «κανείς Εβραίος πια εδώ».
Είμαστε κτήνη.
Λίγο καιρό μετά έμαθα ότι σας μετέφεραν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Τερεζίν. Από τότε δεν έμαθα τίποτα για σένα, ούτε για την οικογένεια σου. Δε ξέρω αν πρόλαβες να φτάσεις ως εκεί, πόσο έζησες, αν κατάφερες να επιβιώσεις, τι αντίκρισαν τα μάτια σου. Από τότε σε ψάχνω, σε λίστες αποθανόντων και επιβιωσάντων, έφτασα ως την Αμερική αναζητώντας την οικογένεια Silberstein. Μα τίποτα.
Σε θυμάμαι, πάντα σε θυμάμαι, εκείνο το χλωμό ψηλόλιγνο αγόρι της φωτογραφίας με τα μεγάλα μάτια, που μου χαμογελούσε, κρατώντας με από τη μέση, ενώ το βλέμμα του βυθίζονταν στο δικό μου.
"Tanzen Sie mit mir bitte!", με πλησίασες δειλά και μου ζήτησες να χορέψουμε.
Έτσι γνωριστήκαμε, φορούσα και τότε το λευκό φόρεμα της φωτογραφίας.
Δεν έχει μείνει τίποτα πια. Μονάχα τα μάτια σου έρχονται στη μνήμη μου, όπως και απόψε, κοιτάζοντας τη φωτογραφία.
Είχαμε όνειρα, ήμουν δασκάλα, ήσουνα μουσικός, ήθελες να αλλάξεις τον κόσμο. Ο κόσμος είναι κακός, έλεγα. Ο κόσμος είναι καλός αλλά πονά, μου απαντούσες.
Από τότε κοιτάζω συχνά τη φωτογραφία. Αυτή η φωτογραφία είναι ό,τι μου απέμεινε από σένα, ό,τι απέμεινε από μας. Τα χρόνια πέρασαν και εγώ την σφίγγω σφικτά στα χέρια μου, πάνω στο στήθος μου, στη μοναξιά μου, στις ευτυχισμένες, μα και στις δυστυχισμένες στιγμές της ζωής μου.
Έλα απόψε και πάρε με μαζί σου. Να δούμε ξανά μενεξέδες στο ηλιοβασίλεμα, να μείνουμε ως τα ξημερώματα αγκαλιά, ακούγοντας τις μουσικές σου. Δες με, μεγάλωσα, χάθηκαν τα νεανικά μου στήθη, άσπρισαν τα μαλλιά μου, ο πόνος χάραξε το μέτωπο μου, μα μέσα μου σε περιμένω. Πήδηξε από το φορτηγό και πάρε με μαζί σου.
Φεύγουμε.
Βιργινία Παπατρέχα
***
Η Βιργινία Παπατρέχα γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα, όπου και κατοικεί. Σπούδασε Μηχανολογία με ειδίκευση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Έπειτα από κατακτήριες εξετάσεις εισήλθε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, με μεταπτυχιακή ειδίκευση στην Γερμανική λογοτεχνία, τον πολιτισμό και τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Εργάζεται στο Υπουργείο Πολιτισμού. Παράλληλα παραδίδει μαθήματα γερμανικών, μεταφράζει λογοτεχνικά κείμενα από την ελληνική στην γερμανική γλώσσα και αντίστροφα. Μιλά 3 ξένες γλώσσες, αγγλικά, γερμανικά και τουρκικά. Η ασχολία της με τη συγγραφή ξεκίνησε πρόσφατα, με μια συλλογή κειμένων με τίτλο «Πορτρέτο», μέρη της οποίας είναι και τα κείμενα που παρουσιάζονται.
Τον ελεύθερο χρόνο της διαβάζει λογοτεχνία, γυμνάζεται και παρακολουθεί θέατρο και κινηματογράφο.
