top of page

ἐν βιβλίῳ...

Στιγμιότυπο 2019-05-20, 12.48.29.png

Ηρακλειδών 22, Θησείο 118 51, Αθήνα, 210 3451390

69430192_485251425541226_670258663769348

Τα παλάτια της μνήμης

  Αφού όλοι έλεγαν ότι ήταν ωραία τα καλοκαίρια, δεν μπορεί παρά να είχαν δίκιο, σκέφτονταν η Ισμήνη. Μα είχαν περάσει τόσοι Αύγουστοι και τόσα πολλά τζιτζίκια είχαν τραγουδήσει εκεί κάτω στο βαθύ φαράγγι, που νόμιζες ότι αυτή η εποχή είχε γεννηθεί εκεί. Εκεί στη Ρόντα, στη μέση του χάρτη της Ιβηρικής χερσονήσου, που ήταν σαγηνευτική και τις υπόλοιπες εποχές, μόνο που κανένας πια δεν έδινε σημασία σε αυτές τις λεπτομέρειες.   

       Με τον χρόνο ειδικότερα, η Ισμήνη ήταν κάπως μαλωμένη. Στεκόταν εδώ και ώρα και χάζευε το φτηνό  ημερολόγιο τοίχου, στολισμένο με βάρβαρες εικόνες από την αρένα. Έλεγε εννέα Ιουνίου και η θερμοκρασία έξω το επιβεβαίωνε. Αυτή, δεν είχε ιδέα σε ποιο μήνα βρισκόντουσαν. Με τα χέρια σταυρωτά πάνω στο τραπέζι, άπλωσε το βλέμμα στα υπόλοιπα τιμαλφή της μικροαντικείμενα.  Μία πυξίδα, η Καινή Διαθήκη, ένα κομμάτι δαντέλα από το  νυφικό της που είχε κόψει κρυφά πριν το επιστρέψει η μάνα της στη  γειτόνισσα  και μία στοίβα φωτογραφίες, αρχειοθετημένες  από την παλαιότερη έως την πιο πρόσφατη. Είχε δώσει μάχη για να καταφέρει να τα κρατήσει όλα αυτά στο δωμάτιο της και τα είχε καταφέρει. Ήταν δικά της και κανένας  δεν μπορούσε να της τα πάρει. Τη  φώναζαν η ‘Ελληνίδα’, μα δεν είχε ιδέα γιατί. Αυτή πιότερο Ισπανίδα ένιωθε. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Αν και αυτό, με τις αναμνήσεις της, δεν έφτανε και πολύ πίσω.

      Σκούπισε μία στάλα ιδρώτα στον σβέρκο της και σηκώνοντας τα δάχτυλα λίγο πιο ψηλά αφουγκράστηκε τις  λιγοστές της τρίχες. Στον πόντο κουρεμένα. Ορκίστηκε, σιωπηλά, για  άλλη μια φορά, πως θα δεν θα τους ξανάφηνε να την κουρέψουν έτσι. Κι ας της αράδιαζαν δικαιολογίες πως έτσι τα μαλλιά είναι πιο πρακτικά για μια ηλικιωμένη κυρία. Κι ας ήταν ευγενικοί μαζί της κάθε φορά που εμφανίζονταν στο δωμάτιο της, με τις στολές τους και τα κρατικά έγγραφα τους, με τις σφραγίδες τους και την εγκάρδια επιβεβαίωση τους πως θα μπορεί, χάρη στις φροντίδες του κράτους, να μείνει όσο θέλει σε εκείνο το καταθλιπτικό κτίριο που είχε καταχωνιάσει μέσα του ένα σωρό άλλους όμοιους σαν και αυτήν.

     Μα αυτή το νιώθε πως δεν ήταν σαν και εκείνους τους θλιβερούς γεράκους που τριγυρνούσαν από τη σάλα στην τραπεζαρία και από εκεί στα δωμάτια τους, σέρνοντας  τις αναμνήσεις τους δεμένες με μια αλυσίδα στο πόδι. Και κάθε πριν πλαγιάσουν τις μετρούσαν μία μία για να σιγουρευτούν πως δεν είχαν ξεχάσει κάποια στο διάβα της ημέρας. Ήξερε πως οι αναμνήσεις ήταν το σκαρπέλο ενός ξυλουργού που χρόνια τώρα είχε φροντίσει να τις χαράξει πάνω της. Να, στη μεγάλη ρυτίδα στο μέτωπο της, στους κάλους από τα χέρια της ή ακόμη πιο βαθιά, στην καρδιά της. Το γνώριζε αυτό και της έφτανε αυτή η γνώση για να την κάνει χαρούμενη. Μόνο που αυτή είχε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα χρόνια τώρα. Ήξερε τις αναμνήσεις της. Αλλά δεν ήξερε αν της ανήκουν. Ίσως γι αυτό, σκέφτηκε έρχονταν όλοι αυτοί με τις στολές και την παρακολουθούσαν και της έδιναν φάρμακα και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Αλλά αυτή εξακολουθούσε να μην ξέρει τι μήνα έχουν ή τι έφαγε χθες. Και έτσι θύμωνε.

Παραμέρισε για λίγο τον θυμό της και σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα που κάποιος βαρούσε επίμονα. Θα μου τη γκρεμίσουν, σκέφτηκε. Τύλιξε τη ζακέτα της στο μπούστο της και αφού το δεξί πόδι πέρασε απρόθυμα περίπου έντεκα φορές μπροστά από το αριστερό, έφτασε στην πηγή του ενοχλητικού ήχου. Ήταν ο γέρος από δίπλα. Δεν του ήταν φαίνεται αρκετό πως το ροχαλητό του δεν την άφηνε να κοιμηθεί ολόκληρα βράδια. Ήταν και την ημέρα τελικά το ίδιο ενοχλητικός. Ο Χουάν, φορώντας ένα καμαρωτό χαμόγελο της είπε πως της έφερε να φάει φέτα. Στο ένα χέρι κρατούσε το ψάθινο καπέλο του και στο άλλο μία σακούλα σουπερμάρκετ την οποία και είχε προτάξει τώρα μπροστά στα μούτρα της.

«Έλα, πάρτο»  επέμενε.

    Για μια στιγμή υποψιάστηκε πως ήθελε να τη δηλητηριάσει αυτός που στέκονταν εκεί και ευτυχώς της είπε το όνομα του γιατί καθόλου δεν το θυμόταν. Πρέπει να της κρατούσε ακόμη θυμό από τότε που ζωγράφιζε και χόρευε σαν την τρελή με τη μουσική στη διαπασών και ίσως πράγματι να ήθελε να τη δηλητηριάσει. Το παραδεχόταν πως ενοχλούσε αρκετά τους δίπλα, αλλά και αυτός όμως ροχάλιζε. Οπότε πρέπει να είχαν πατσίσει μάλλον. Δεν το σκέφτηκε παραπάνω. Άπλωσε το χέρι και πήρε τη σακούλα.

«Τι είναι η φέτα;» τον ρώτησε.

«Αχ, βρε Ισμήνη, όλο με το καλαμπούρι είσαι», είπε αυτός τρίβοντας ελαφρώς το γείσο του καπέλου του.

«Ισμένε!»  απάντησε αυτή ενοχλημένη και έκλεισε με δύναμη την πόρτα, την ώρα που ο Χουάν απογοητευμένος για άλλη μια φορά, είχε ήδη πάρει τον δρόμο της επιστροφής για το δωμάτιο. Τόσα χρόνια είχαν περάσει πια. Γιατί επέμενε να τη φωνάζει με λάθος όνομα δεν μπορούσε να το καταλάβει. Παράτησε τη φέτα στον πάγκο της κουζίνας και ξύνοντας επίμονα το κοντοκουρεμένο της κεφάλι κάθισε στο τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο.

    Κοίταξε μπροστά της τη βασίλισσα. Είχαν περάσει δύο μέρες και ακόμη δεν είχε αποφασίσει την κίνηση της. Το φθαρμένο σκάκι το είχε αγορασμένο σε κάποιο από τα αμέτρητα ταξίδια της στο Μαρόκο. Πανάκριβο και σπάνιο.  Έμοιαζε και αυτό ίδιο με αυτήν. Κουρασμένο και αναποφάσιστο. Τα πιόνια τις νύχτες ψήλωναν και την περιγελούσαν χαιρέκακα. Στεκόταν από πάνω της και με μειλίχιο βλέμμα τη ρωτούσαν συνεχώς τα ίδια και τα ίδια. Πως σε λένε; Από πού είσαι; Που έβαλες το γαλάζιο φόρεμα; Ποιον πρέπει να τηλεφωνήσεις αύριο; Συνέχεια και ξανά και ξανά. Αυτή κοιτούσε μια τον αξιωματικό και μια τον βασιλιά και δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τους φώναζε να φύγουν,  δεν ήξερε, αλλά σίγουρα θα μάθαινε τους διαβεβαίωνε, μα αυτά όλο την πλησίαζαν, πιο κοντά κάθε βράδυ και έμπαιναν στο κεφάλι της σαν μέλισσες που βουίζουν.

   Ένας κρότος σταμάτησε τις άσχημες σκέψεις της. Μια κεχριμπαρένια μπίλια κύλησε από το μάτι της και έσκασε με θόρυβο πάνω στο ξύλινο σκάκι. Ήταν καιρός να σταματήσει να υποφέρει, σκέφτηκε. Σήκωσε μία στάλα το πιγούνι και κοίταξε έξω την κίνηση της πόλης. Τι δουλειά είχε αυτή εκεί, στην όμορφη Ρόντα, δεν μπορούσε να θυμηθεί. Μα θυμόταν άλλα, κάτι όμορφα λιμανάκια με ταβερνούλες μπροστά στο κύμα, μπουκέτα από αγοροκόριτσα να τραγουδούν στην άμμο και έναν ήλιο καυτό να σε κάνει να ερωτεύεσαι τον έρωτα. Είναι ένα παλάτι η μνήμη σκέφτηκε. Κατοικούν μόνο τα πολύτιμα και τα σημαντικά. Όλα τα άλλα μένουν απέξω. Και η διαλογή γίνεται πάντα σωστά. Απομένει στο παλάτι μόνο ό,τι αξίζει να υπάρχει όταν θα βρίσκεσαι ένα βήμα πριν από τον θάνατο σου. Για να μπορέσεις να τον αντιμετωπίσεις. 

   Γράπωσε στη χούφτα τη βασίλισσα. Έπρεπε πια να την κουνήσει. Την πέρασε διαγώνια και κοφτά από τα κουτάκια και προσπερνώντας την αντίπαλη βασίλισσα, αντίκρισε τον πύργο στη γωνιά του. Ήταν σίγουρα δικός της. Τώρα αυτό το παλάτι θα το κατοικούσε αυτή.

   Η Νάνα ερχόταν κάθε απόγευμα την ίδια ώρα. Αυτή δεν είχε ιδέα τι ώρα, αλλά η Νάνα δεν το ξεχνούσε. Καλώς την, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της, την ώρα που  ακουμπούσε με μία αίσθηση γαλήνης τη βασίλισσα στο κουτάκι του πύργου.

«Όλα» χαιρέτισε στα Ισπανικά η Νάνα. «Θα ξαπλώσετε;»

Δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Σήκωσε τα μανίκια της και δέχθηκε τα ενέσιμα κοκτέιλ της νοσοκόμας. Ήθελε να τη ρωτήσει πότε θα την άφηνε να μακρύνει τα μαλλιά της, αλλά δεν το έκανε. Τώρα τελευταία δεν έβρισκε τον λόγο να το ξανακάνει θέμα.

  Η μικρή τώρα συμμάζευε τα εργαλεία της και δίπλωνε την ποδιά της. Την ώρα που άνοιγε την πόρτα, αυτή τη σταμάτησε.

«Στάσου ένα λεπτό» της είπε στα άπταιστα Ανδαλουσιανά της. «Στην κουζίνα έχει φέτα. Στη χαρίζω. Είναι πολύ νόστιμη».

«Μα αυτό δεν είναι ελληνικό τυρί;» ρώτησε με απορία η Νάνα.

«Ναι» απάντησε χαμηλόφωνα η Ισμήνη.

«Και πως το θυμάστε;»

Κοντοστάθηκε και έξυσε λίγο το κεφάλι της.

«Δεν το θυμάμαι καλή μου, απάντησε. Δεν το θυμάμαι σίγουρα. Απλά το ξέρω όπως εσύ ξέρεις πως κάποια στιγμή στη ζωή σου θα ερωτευτείς. Με αυτήν τη βεβαιότητα.»

Η νοσοκόμα πήρε το τυρί και έφυγε το ίδιο αθόρυβα όσο μπήκε. Στη διαδρομή για τον επόμενο ασθενή δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται την Ελληνίδα. Ήταν τρελή η γριά, συλλογίστηκε, αλλά η ψυχή της ήταν φιλότιμη και περήφανη. Σαν τις ρίζες της πατρίδας της. Κι ας μην το θυμόταν. Μπήκε στον σταθμό του Μετρό μην μπορώντας να θυμηθεί τη  σωστή γραμμή. Είχε αρχίσει και αυτή να ξεχνάει τώρα τελευταία.

Έλενα Πιπερίδου

***

Η Έλενα Πιπερίδου γεννήθηκε και ζει στην Κατερίνη. Σπούδασε διεθνολόγος στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και εργάζεται ως τραπεζικός υπάλληλος.

Από το συγγραφικό της έργο έχουν εκδοθεί διηγήματα σε συλλογικούς τόμους όπως και ποιήματά της στο λογοτεχνικό περιοδικό «Θευθ». Ασχολείται ενεργά με τη ζωγραφική, με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις.

Οι «Μέρες της Πεταλούδας» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.

Επικοινωνήστε μαζί μας!

info@envivlio.com

mob : 6944018135

  • Black Facebook Icon
  • Black Twitter Icon
bottom of page