
ἐν βιβλίῳ

Ηρακλειδών 22, Θησείο 118 51, Αθήνα, 210 3451390

Μαργαρίτα Σκουμπουρδή
Αναβολή
Ίσως και να προσπαθούσε αργότερα αν δεν τον έπιανε πλήξη. Το ξύλο περίμενε να σχηματιστεί. Να πάρει τη μορφή κάσας. Του άρεσε, βλέπεις, να τα φτιάχνει όλα με τα χέρια του. Κυρίως τα έπιπλα και τα ρούχα.
Τώρα στα γεράματα δεν ήθελε να χρεώσει στο παιδί την κηδεία του και έφτιαχνε το τελευταίο σπιτικό με ξύλο καρυδιάς. Και αυτό φυσικά ήταν το μυστικό του. Μη το μάθει κάποιος φίλος κι αρχίσει το δούλεμα στην παμπ ως γρουσούζης όπως είχε συμβεί με τη ραπτική που τον κορόιδευαν. Παρεμπιπτόντως η σίνγκερ ραπτομηχανή έγινε τραπεζάκι όπως ακριβώς γίνεται τώρα στα ρετρό μαγαζιά.
Όποτε τον έπιανε πλήξη, έβγαζε την πίπα του και κοίταζε επιθετικά ολόγυρά του. Όπως όταν βαριόταν τα αναλώσιμα κοριτσοπούλια που ζητούσαν έρωτες και μαστοριλίκια στα σπίτια τους, άναβε την πίπα, κατέβαζε μια γουλιά ουίσκι και τις κοίταζε στα μάτια επιθετικά. Όταν αρχίζουν οι σπαζοκεφαλιές, φεύγει η ονειροπόληση, φεύγει η επιθυμία και .. αναβολή.
Καθώς κοιτούσε επίμονα το ξύλο είπε να μην το κάνει κάσα αλλά βάρκα. Μία βάρκα που θα διένυε τον Αχέροντα με τον Χάρο. Θα άνοιγε το πάτωμα με μεντεσέδες και θα ‘ταν αυτός εκεί ως κοιμώμενος ήρωας. Υπήρχαν φορές που έβλεπε τον εαυτό του καπετάνιο μεγάλου εμπορικού σε υπεραντλαντικά ταξίδια με βλάβη μηχανής. Mετανάστη στη Γερμανία, αντάρτη στα ορεινά ή άλλοτε ήρωα σε τρομερούς ηράκλειους άθλους. Άλλοτε πάλι μαράζωνε σαν τριαντάφυλλο στο βάζο πάνω στην μπάρα της παμπ. Τότε ξαπόσταινε∙ ανέβαλλε τη θλίψη. Πίστευε πως τα γκρίζα μαλλιά έδιναν μια γοητεία. Όλα πάνω του ήταν παλαιικά που κάθε νεαρό κορίτσι θα ήθελε να παίξει. Γιατί όπως λένε, συγκρούεσαι με την παράδοση μέχρι να ισορροπήσεις τη γενιά σου με κείνη. Της μυημένες τις έκανε φίλες και κείνες από λύπηση, από συμπάθεια; Ποιος ξέρει, του φέρνανε νεοσύλλεκτες προς στράτευση. Προς μετωπική σύγκρουση.
«Κάθεσαι σα μαραμένος αλλά εσύ είσαι κάκτος!» του φώναξε η πρώην στην παμπ. «Μα γιατί με μισείς τόσο;», «άστα αυτά και πάρε καμιά μέρα τηλέφωνο τον γιο σου», «τα κοινόχρηστα θες; Να στα δώσω!», σηκώνεται και της πετάει στο πάτωμα κάποια χαρτονομίσματα, «μπορείς να φύγεις τώρα;» εκείνη σκύβει, τα μαζεύει και φεύγει δίχως λέξη.
«Μα ποια είναι αυτή;» ρωτάει η μικρή δίπλα του. «Μια γριά δεν τη ξέρεις. Τι σου έλεγα;», «Για τη βάρκα», «Αναβολή».
Μαργαρίτα Σκουμπουρδή
***
Η Μαργαρίτα Σκουμπουρδή γενήθηκε και ζει στην Αθήνα. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου στο τμήμα Πολιτισμική Τεχνολογία & Επικοινωνία, σπούδασε σκηνοθεσία στο Ιεκ Ακμή και τώρα σπουδάζει μετάφραση & επιμέλεια λογοτεχνικών κειμένων στο ΔΙΕΚ Αμαρουσίου. Εργάστηκε τρία χρόνια στην παραγωγή της εκπομπής Παρασκήνιο της ΕΤ1. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά και το διήγημα ΚΑΤΩ ΑΠ’ΤΟ ΛΙΟΠΥΡΙ έχει βραβευθεί κι εκδοθεί σε τόμο μαζί με άλλα 25 διηγήματα στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγημάτων από τις εκδόσεις ΚΟΡΑΛΛΙ. Βιβλία της, ΤΟ ΣΑΚΑΚΙ (2016) και Η ΚΟΡΦΗ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ (2018) από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
