top of page

ἐν βιβλίῳ

Στιγμιότυπο 2019-05-20, 12.48.29.png

Ηρακλειδών 22, Θησείο 118 51, Αθήνα, 210 3451390

66274550_1148714038634670_55471974080871

Ο Γιώργης

Ο θείος μου ο Νικολής, αδερφός της μάνας μου, είχε ένα παλιό μπουζούκι. Ενθύμιο απ’ το νουνό του, κάποτε μάστορα οργανοποιό στην Αθήνα. Και μαζί με εκείνο το μπουζούκι είχε κι ένα μαράζι. Ότι δεν έμαθε ποτέ του να παίζει. ‘Κείνον τον καημό βάλθηκε κάποτε να τον μετριάσει, κληροδοτώντας σε ‘μένα το δικό του απωθημένο. Ήμουν μαθητής στο δημοτικό, θυμάμαι, όταν μου δάνεισε το μπουζούκι και φρόντισε για τα πρώτα μαθήματα, με την προτροπή «μην τα παρατήσεις, καημένε μου!».

Ο δάσκαλος ερχόταν μια φορά την εβδομάδα στο σπίτι. Για χρόνια! Αλλά εγώ μπουζούκι δεν έμαθα. Ήμουν φαίνεται τόσο μπουζουκοκέφαλος που δεν τις έπαιρνα τις νότες. Ούτε πειθαρχία είχα˙ και το πιο σημαντικό, δεν είχα αφτί, που λένε. Έμαθα μονάχα μερικές δεκάδες τραγούδια. Αλλά μπουζούκι όχι!

Από τότε δυο πράματα θυμάμαι περισσότερο. Τον παππού μου, το Νικολάκη, που στα πρώτα μαθήματα ήθελε να κάθεται παραδίπλα και να παρακολουθεί, κι ύστερα -μόλις κατάλαβε πως ένοιωθα κάπως άβολα-, που καθόταν στην κουζίνα αφήνοντας μισάνοιχτη την πόρτα προς το καθιστικό για να ακούει. Και τον Γιώργη τον Κατσή.

Ο Γιώργης ήταν φίλος με τον πατέρα μου. Σαν έμαθε πως αρχίνισα μπουζούκι, ερχόταν πότε πότε στο σπίτι, καθόταν στον καναπέ, έπαιρνε το όργανο, ξεκίναγε να το γρατζουνά και ‘κείνο κελάηδαγε βγάνοντας ψυχή. «Ο Γιώργης», μου είχε πει κάποια στιγμή ο πατέρας, «δεν πήγε ποτέ σε δάσκαλο. Μονάχος έμαθε να παίζει. Έχει καλό αφτί!». Και φτούνο μου είχε κάνει τότε τόσην εντύπωση, που το πέρναγα για θαύμα! Εγώ, που τα δάχτυλα τα μαγκωμένα, τα απροσάρμοστα, έπιαναν μόνο τις δυο -άιντε τις τρεις- από τις τέσσερες χορδές, τον κοιτούσα με θαυμασμό να χαϊδεύει την ταστιέρα απ’ άκρη σ’ άκρη, από πάνου μέχρι κάτου. Καθόμουν δίπλα στο τζάκι και τον χάζευα. Τον τηρούσα στα δάχτυλα και θυμάμαι έντονα πως απ’ όλα τα τραγούδια μ’ άρεσε πιότερο να τον ακούω να παίζει το «Είμαι αητός χωρίς φτερά». Γιατί χρησιμοποιούσε και την τέταρτη χορδή, την μπάσα, την ΝΤΟ, που εγώ δεν την έφτανα. ‘Κεινη η εισαγωγή του Χατζηδάκι, άγνωστο το γιατί, από τότε μου ‘γδερνε  τα σωθικά.

Μεγάλωσα. Τέλειωσα το πανεπιστήμιο, απολύθηκα απ’ το στρατό κι επέστρεψα πίσω στο πατρικό μου. Το μπουζούκι είχε μπει από καιρό σε μια γωνίτσα. Ο Γιώργης από κάποτε -αλλά τούτο είναι μιαν άλλη ιστορία-, ως το φευγιό του συνήθιζε να πίνει για χρόνια τον καφέ του στο σπίτι μας, με τον πατέρα, γύρω στις 10, στα διαλείμματά τους απ’ το χωράφι. Ήταν τότε η εποχή που είχα γυρίσει Σπάρτη κι είχα μιαν επιθυμία. Να σκαρώσουμε ένα τρίο στην πλατεία του χωριού μαζί με τον μπαρμπα-Κωστάκη τον Ασπιώτη, που ήταν κάποτε επαγγελματίας μπουζουκτσής στη Γερμανία. Αυτός είχε παίξει μ’ όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής, κι όταν πρωτοεπέστρεψε στο χωριό είχαμε κάνει κάτι γλέντια μετά μουσικής στο σπίτι του.

«Μαέστρο», ρώτησα τον Γιώργη ένα αυγουστιάτικο πρωινό που τους έψησα καφέ και τους έκανα παρέα, «να φέρω το μπουζούκι να προβάρουμε κάνα τραγουδάκι;». Ήθελα να ακούσω πάλι ‘κείνη τη μελωδία απ’ τον «αητό χωρίς φτερά», όπως τότε που ήμουν παιδί. «Αύριο», μου είπε, «ρε Νικόλα. Γιατί σήμερα αργήσαμε και θα μας πιάσει η ζέστη».

Την επομένη ο πατέρας έβαλε το νερό απ’ τ’ αυλάκι στο μπαχτσέ και πήγε καβάλα στο κόκκινο παπάκι να τον γυρέψει για καφέ. Δεν τον βρήκε. Λίγο αργότερα μας μήνυσαν στο τηλέφωνο πως τόνε βρήκανε χάμω, στον τόπο. Από τότε, μόλις ακούω ‘κείνη την εισαγωγή του Χατζηδάκι και τη ρωμαίικη φωνή του Μπιθικώτση να τραγουδάει τους στίχους της Παπαγιαννοπούλου, κάτι αλλοπρόσαλλο με κυριεύει. Με πιάνει ένα σύγκορμο και βουρκώνω. Θα ‘ναι που νοιώθω κάθε φορά πως το μπουζούκι στο τραγούδι το παίζει ο Γιώργης.

Δεν ξέρω πια αν τα μνημόσυνα γίνονται σκεπάζοντας μ’ ύμνους τους νεκρούς. Νομίζω πως τα καλύτερα είναι εκείνα τ’ άλλα, τα απρογραμμάτιστα, γύρω απ’ ένα τραπέζι, ή άλλοτε δίπλα σ’ ένα ανοιχτό ραδιόφωνο. Κι έτσι κάθε φορά που ακούω τον «αητό χωρίς φτερά», βρίσκομαι παιδάκι καθισμένο πλάι στο τζάκι, παρατηρώ τα δάχτυλα του Γιώργη πάνω στο παλιό μπουζούκι, και σιγοτραγουδώ ένα μνημόσυνο.

Νίκος Ι. Καρμοίρης

Ο Νίκος Ι. Καρμοίρης γεννήθηκε το 1989 στη Σπάρτη και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής ΕΚΠΑ και συνεχίζει τις σπουδές του στη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου στην Καλαμάτα. Ασχολείται ενεργά με τα κοινά από την εφηβεία του έχοντας αναλάβει θέσεις ευθύνης σε πολιτιστικούς και αθλητικούς φορείς. Αρθρογραφεί από τα φοιτητικά του χρόνια στον έντυπο και ηλεκτρονικό επαρχιακό Τύπο. Έχει εκδώσει μια ιστορική έρευνα και έχει δημοσιεύσει επιστημονικά άρθρα. Ασχολείται με διάφορα συγγραφικά είδη και κείμενά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ το πρώτο του παραμύθι, «Ο Γίγαντας», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.

Επικοινωνήστε μαζί μας!

info@envivlio.com

mob : 6944018135

  • Instagram
  • Black Facebook Icon
  • Black Twitter Icon
bottom of page