
ἐν βιβλίῳ...

Kavalloti 2, Athina 117 42

Χαρακιές
Ο απογευματινός του περίπατος. Συνήθεια, που έγινε ανάγκη με τα χρόνια. Οταν ξεκίνησε -ούτε που θυμάται πότε- έβγαινε με τη Χαρούλα. Γύριζαν από τη δουλειά, άλλαζαν και εφευγαν μαζί, έτσι να βαδίσουν χωρίς προορισμό στο κοντινό λοφάκι.
Εύρισκαν κάτι οικείο εκεί, αλλά δεν έψαχναν γιατί. Ισως να 'ταν τ’αρώματα της γής ή οι φιγούρες των δέντρων, που τους γύριζαν πίσω, στα χρόνια πού συναντήθηκαν νέοι, στα βουνά.
Μπορεί να 'ταν και η ελευθερία που έπλαθαν οι ίδιοι. Οι δυό τους ν’αφήνουν πίσω -έστω για λίγο- τις έγνοιες και τα καθήκοντα, ο αέρας δικός τους, τα σώματά τους πλάι πλάι, να χαζεύουν τα κλαδιά και τα πουλιά που πέρναγαν κάθε τόσο.
Το χέρι του στα κατσαρά μαλλιά της, εκείνη να γελάει και τα μάτια της να λάμπουν.
Πόσα χρόνια πέρασαν; Δεν τα λογάριαζε πιά...Πολλά έλεγε, πάρα πολλά...Κι ο χρόνος όλο και τον βάραινε. Τον έσφιγγε και τον πλήγωνε. Έγιναν λιγοστές οι χαραμάδες χαράς που του 'φερνε.
Μιά μέρα, είπε στη Χαρούλα πως ήθελε να βγεί μόνος. Είχε ανάγκη λέει να συλλογιστεί. Η Χαρούλα, χαμογέλασε. Τα μάτια της, είπαν πως τον καταλάβαινε. Συνήθισε να τριγυρίζει μόνος. Βάδιζε σκυφτός. 'Οταν σήκωνε τα μάτια στον ουρανό, έστελνε μια δέηση στα σύννεφα. Χωρίς να μιλάει. Μια δέηση κι έναν σιωπηλό διαπεραστικό λυγμό.
Το απόγευμα εκείνο, κάθησε σ’ενα παγκάκι. Έγειρε πίσω, σαν να 'θελε να ξεφορτωθεί τα βάρη του. Φυσούσε ελαφρά. Ο αέρας έφερε στα πόδια του ένα μάτσο κιτρινισμένα φύλλα.Ήρθαν σε μένα σκέφτηκε. Ξερά, κιτρινισμένα. Χαμένες παρτίδες. Τελειωμένες. Οπως εγώ...Χαμογέλασε κι’ ‘ηρθαν μπροστά του κάτι βραδιές με παλιόφιλους, οι μέρες που έσφυζε απο ζωή αντάρτης στα βουνα..
Θυμήθηκε τη Χαρούλα, κοπελίτσα με λεπτή μεση καθώς πήδαγε στα κατσάβραχα, τα υπόγεια που κρυβόταν στον εμφύλιο, δάκρυα γέλια κι αγκαλιές.
Εσφιξε το παλτό πάνω του σαν νάθελε να προστατευτεί, απ’ την καταιγίδα που ξέσπαγε πάλι στο μυαλό του. Κι όσο το έσφιγγε, τόσο μεγάλωνε η ανάγκη του, να το πετάξει.Το σώμα του ζήταγε ν’αναπνεύσει, να εκτεθεί στο φώς, να βγάλει έξω ιστορίες, που δεν άντεχαν πιά φυλακισμένες.
Εσφιξε τα χέρια του στα γόνατα. Σκηνές απ’ τη ζωή του έφευγαν απο μέσα του αφήνοντας χαρακιές.
Πέταγαν και προς τα φώτα της πόλης που άναβαν σιγά σιγά.
Έσκυψε και μάζεψε ένα ξερό φύλλο, απ' τα πόδια του.
Ήταν κι αυτό γεμάτο χαρακιές.
Αφησε το χέρι του να χαιδέψει τις φλέβες του φύλλου. Ηταν σαν να βάδιζε στους δρόμους που διάβηκε κι εκείνο μέχρι να γίνει από πράσινο, ποτροκαλί.
Τι να χωρέσει σ’ενα φύλλο, είπε
Ή μήπως εκεί ήταν γραμμένα όλα;
Καθε χαρακιά και μια ιστορία ζωής.
Εννοιωθε τα δάκρυά του να κυλούν. Τα άφηνε να πέφτουν στο φύλλο.
«Δεν είμαι ξερό, πορτοκαλί» τού είπε εκείνο. «Είμαι χρυσό. Δεν με πονάνε οι χαρακιές μου, δεν είναι χαμένες παρτίδες.
Είναι φωτεινές πινελιές ζωής Είναι κρίκοι της πορείας μου
Αυτές οι πινελιές θα σου θυμίσουν τις αλήθειες σου ή θα σου φανερώσουν άλλες που προσπέρασες...»
Δεν θυμάται πόσο έμεινε εκεί, στο έρημο παγκάκι. Θυμάται όμως, πως η σιωπή των δακρύων του μιλούσε δυνατά.
Θυμάται πως οι χαρακιές του φύλλου τον λύτρωναν.
Το χαίδεψε τρυφερά, για μη το τσακίσει.
Σηκώθηκε και πήρε το δρόμο για το σπίτι.
Η Χαρούλα πήρε το φύλλο που της πρόσφερε και το ακούμπισε προσεκτικά στη σιφονιέρα. Τα γέρικα μάτια της έλαμπαν όπως παλιά.
Ακούμπισε ενα πιάτο στο τραπέζι.
«Έλα. Φάε να τονωθείς».
Ολη η αγάπη της σ’ένα λιτό τραπέζι, στρωμένο μόνο για’κείνον.
***
H Δήμητρα Ξενάκη είναι απόφοιτος του Tμήματος Χημείας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
