
ἐν βιβλίῳ

Αναχώρηση ενός παιδικού καλοκαιριού
Καθώς το λεοφωρείο περνούσε από το λιμάνι του Πειραιά το βλέμμα μου γαντζώθηκε πάνω σε ένα σκουριασμένο πλοίο. Eκείνη τη στιγμή η μνήμη μου άρχισε να στροβιλίζεται και να απομακρύνεται από το παρόν και να με παρασέρνει σε μέρες καλοκαιρινές, ντυμένες με νυχτολούλουδα. Καθισμένη δίπλα στο θαμπό τζάμι του οχήματος και με σύμμαχο την αφόρητη κίνηση της πολυσύχναστης πόλης, έγινα ξανά το μικρό κορίτσι, που επιβιβαζόταν σε εκείνο το παλιό πλοίο. Τότε βέβαια ήταν ένα ολόλευκο σκαρί, ένας γλάρος που θα πετούσε μονάχα για μένα, με σκοπό να με μεταφέρει το συντομότερο δυνατό στο γραφικό χωριό μου, για να περάσω τις καλοκαιρινές διακοπές. Δίχως να σκιάζομαι από το ανυπόφορο μουρμουρητό των αγανακτισμένων επιβατών -τόση ήταν η δίψα μου βλέπεις για ένα ακόμα νοσταλγικό ταξίδι- αφέθηκα στις εικόνες που με φίλεψε η μνήμη μου και μια γλυκιά αλμύρα με κατέκλυσε. Ένας ολόγιομος ήλιος με πήρε από το χέρι και με εναπόθεσε ευλαβικά στο λιμάνι του παραθαλάσσιου παιδικού μου παραδείσου. Μόλις το πλοίο άνοιγε την θεόρατη μπουκαπόρτα του, το βλέμμα μου ξεκινούσε να αναζητά τη φιγούρα της γιαγιάς μου. Σχεδόν αμέσως την εντόπιζε η ζεστασιά της αγάπης της και με καλούσε να χαθώ στην αγκαλιά της. Ένας ολόκληρος χρόνος είχε περάσει δίχως τα ατελείωτα παραμύθια της και δεν έβλεπα την ώρα να βρεθώ ξανά στην αυλή του σπιτιού, να αγναντεύω την θάλασσα και να ακούω ιστορίες, τις οποίες έπλεκε σμίγοντας πολύχρωμες κλωστές με το βελονάκι της φαντασίας της. Βέβαια πρώτα γευόμουν ένα υποβρύχιο μαστίχα βουτηγμένο σε ένα ποτήρι με δροσερό νερό. Η νοστιμιά του μου έκοβε την ανάσα, για μένα ήταν μια μικρή ιεροτελεστία η άφιξή μου σε έναν τόπο που η κλεψύδρα του χρόνου, αντί για κόκκους άμμου περιείχε σύντομες μουσικές συμφωνίες. Στη συνέχεια έπαιρνα τα δώρα μου. Ακόμα θυμάμαι το ροζ ποδήλατο, το οποίο μέχρι να το τιθασέψω με ανάγκαζε να έρχομαι σε στενή επαφή με το χώμα και έκανε τα γόνατά μου να μοιάζουν με αφηρημένη τέχνη, στην οποία επικρατούσε μονάχα ένα χρώμα και δεν ήταν άλλο από το κόκκινο. Συνήθως όση ώρα βρισκόμουν στην αυλή έριχνα κλεφτές ματιές προς το εσωτερικό του σπιτιού. Η θεσπέσια μυρωδιά που ερχόταν από την κουζίνα, μου μαρτυρούσε πως τα γεμιστά σιγόβραζαν στο ταψί και σε λίγη ώρα ένα πιάτο με όμορφα χρώματα και τυρί φέτα θα μου επιβεβαίωνε πως η γιαγιά μου ήταν η καλύτερη μαγείρισσα του κόσμου. Την πρώτη μέρα των καλοκαιρινών μου διακοπών ο μεσημεριανός ύπνος ήταν ανύπαρκτος. Η λαχτάρα μου να διηγηθώ σε εκείνη όσα είχαν συμβεί κατα τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς δεν άφηνε το σώμα μου να σμίξει με τη γαλήνη. Πάντα το πρώτο βράδυ, μόλις ξεκινούσε να κάνει τα πρώτα του δειλά βήματα ένα δροσερό αεράκι, γνώριμες φωνές με έπαιρναν στο κατόπι, κι αμέσως το μυαλό σκαρφιζόταν παιχνίδια και ατελείωτες βόλτες στα σοκάκια του χωριού. Παιδικοί μου φίλοι με καλούσαν να ξεκινήσουμε τις περιπλανήσεις μας και να ζωγραφίσουμε με μελάνι ανεξίτηλο το καταφύγιο των παιδικών μας, ανέμελων χρόνων.
Ένα απότομο φρενάρισμα του λεωφορείου, μου έκλεισε άξαφνα την μπουκαπόρτα των αναμνήσεων και τότε αντιλήφθηκα πως το παλιό σκαρί είχε αρχίσει να χάνει κομμάτια από τη συμπαγή μορφή του, ενώ στο κατάστρωμα με καρτερούσαν όλα εκείνα τα παιδικά καλοκαίρια, δυστυχώς δεν πρόλαβα να τα αγγίξω ξανά, η σκακιέρα του χρόνου με είχε μεταμορφώσει σε στρατιώτη της ενήλικης ζωής.
Η Ολυμπία Θεοδοσίου είναι δασκάλα Ισπανικών. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου (M.A. in Labour Economics and Human Resource Management) του New York College και έχει παρακολουθήσει μαθήματα λογοτεχνικής γραφής στο εργαστήρι Tabula Rasa.
