
ἐν βιβλίῳ

Ένα ευχαριστώ
Εκείνο το ζεστό μεσημέρι του Ιούλη στην αποβάθρα του σταθμού, οι επιβάτες αναζητούσαν απεγνωσμένα ένα λεπτό ξέφτι μιας δυσεύρετης σκιάς. Τα ελάχιστα ξύλινα παγκάκια, παραταγμένα κατά μήκος του τούνελ, ήταν κατειλημμένα από ηλικιωμένους και γυναίκες, οι οποίες κρατούσαν στα χέρια πλαστικές σακούλες γεμάτες τρόφιμα, το βάρος των οποίων τις είχε αναγκάσει να ξεχάσουν την κούραση της αναμονής και να ευχαριστούν την τύχη τους για την πρόσκαιρη ανάπαυση. Αρκετοί νέοι που δεν υπολόγιζαν την δυσφορία της ζέστης, συζητούσαν μεγαλόφωνα με τους φίλους τους και φυσικά το φλέγον θέμα δεν ήταν άλλο από την βραδινή τους έξοδο. Σε αρκετές παρέες η απόφαση λήφθηκε ομόφωνα και δεν υπήρξε παράταση των συζητήσεων. Η όλη ατμόσφαιρα σε παρέπεμπε να φανταστείς πως βρισκόσουν μέσα σε μια σιδερένια σβούρα, η οποία γύριζε ακατάπαυστα και δεν σου επέτρεπε να δεις την ηρεμία παρά μόνο την ξέφρενη πορεία της ζωής.
Κάποια στιγμή το ανυπάκουο βλέμμα μου δραπέτευσε από το σιδερένιο καμίνι και αγκιστρώθηκε πάνω στην εικόνα μιας γυναίκας με τα δυο της παιδιά. Έστεκαν και οι τρεις όρθιοι σε μια γωνιά, αμίλητοι. Δεν κοιτούσαν πουθενά. Είχαν το βλέμμα τους φυλακισμένο μέσα στο σώμα. Εκείνη είχε μια τσάντα κρεμασμένη στον ώμο, την κρατούσε σφιχτά. Κάτι φοβόταν ή μάλλον… φοβόταν τα πάντα. Τα παιδιά της ήθελαν να μιλήσουν, όμως τους παρακαλούσε να σταματήσουν. Το κορίτσι υπάκουε, το μικρότερο αγόρι όμως ήθελε να παίξει με το κόκκινο σιδερένιο αυτοκινητάκι που κρατούσε στο χέρι του. Ύστερα από αρκετές προσπάθειες σιώπησε κι εκείνο. Συνέχισα να περιεργάζομαι τους τρεις ανθρώπους. Δεν τους είχε αντιληφθεί σχεδόν κανείς, κι όμως ήταν εκεί. Προσπάθησα να μαντέψω τι σκέφτονταν, γρήγορα όμως εγκατέλειψα αυτό το παιχνίδι, δεν είχε νόημα. Ήταν τρεις ψυχές που αναζητούσαν μια νότα γαλήνης μακριά από τα σαρκοβόρα χαλάσματα, μακριά από τη βοή του πολέμου. Ήταν μια αλήθεια μέσα στο δικό μας ψέμα.
Όταν επιτέλους μας ανήγγειλαν από τα μεγάφωνα πως η βλάβη αποκαταστάθηκε και σε ένα λεπτό θα ερχόταν ο συρμός για να επιβιβαστούμε, είδα μια νεαρή κοπέλα να τρέχει προς το μέρος τους. Έβγαλε από το σακίδιό της ένα μικρό κοχύλι και το πρόσφερε στο αγόρι. Τα μάτια του φωτίστηκαν, κάτι καινούργιο είχε εισβάλλει στον κόσμο του! Η νεαρή γυναίκα προσπάθησε να του εξηγήσει πως αν το ακουμπούσε στο αυτί του θα άκουγε τα κύματα της θάλασσας. Μέσα από νοήματα και κοφτές κουβέντες άναψε η φλόγα της ευτυχίας. Ο μικρός ξεκίνησε δειλά-δειλά ένα νέο «ταξίδι». Ο οξύς ήχος του τρένου που έφτανε, μας ανάγκασε να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα, και να προσπαθήσουμε να μπούμε όλοι σε μια σειρά, για να επιβιβαστούμε στο βαγόνι που θα σταματούσε μπροστά μας. Η κοπέλα αποχαιρέτησε τα δυο παιδιά κι εγώ συγκράτησα το ευχαριστώ εκείνης της μάνας, επειδή για πρώτη φορά αντίκρισα την αληθινή σάρκα της λέξης δίχως επιτηδευμένα φτιασίδια και ειπωμένη από έναν άνθρωπο, ο οποίος αναζητούσε τη ζωή στον πυθμένα μιας αφιλόξενης ερήμου.
Η Ολυμπία Θεοδοσίου είναι δασκάλα Ισπανικών. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου (M.A. in Labour Economics and Human Resource Management) του New York College και έχει παρακολουθήσει μαθήματα λογοτεχνικής γραφής στο εργαστήρι Tabula Rasa.
