
ἐν βιβλίῳ...

Kavalloti 2, Athina 117 42

Είμαστε μια προσευχή που απευθύνεται στον Άλλον
Είμαστε μια κραυγή που απευθύνεται στον Άλλον.
Είπαν , θα βρέξει. Αυτό μόνο.
Θα βρέξει.
Κάποιοι, σφράγισαν τα πατζούρια.
Κάποιοι χώθηκαν κάτω απ τη μεγάλη ελιά
Άλλοι αγκαλιάστηκαν σφιχτά και συνέχισαν το δρόμο.
Θα βρέξει. Το ξαναείπαν.
Δεν ξέρω πόσοι αναρωτήθηκαν αν θα κατέβαινα, στη γή να ενωθώ με την κραυγή τους ή με την βουβή τους δέηση.
Άλλωστε, δεν είχε σημασία.
Αυτό που είχε σημασία, ήταν πόσοι θα τολμούσαν ν’ αντισταθούν στο αδιέξοδο παράλογο της ζωής και να φωνάξουν μαζί μου.
Γιατί, πριν τολμήσεις να ουρλιάξεις ή να προσευχηθείς, πρέπει να χεις ψάξει, τι σε κάνει να εκφραστείς έτσι.
Πέφτω με ορμή στη γη και οι βροντές των ουρανών με συνοδεύουν. Η κραυγή μου ενώνεται με την κραυγή της γυναίκας που παράτησε τη μπουγάδα κι ύψωσε τα χέρια σε μένα και στα σύννεφα.
Ενώνεται με τις κραυγές όλων εκείνων που βρέθηκαν σε αδιέξοδο στενό κι αυτό τους γέμισε με πείσμα για αναζήτηση νέου περάσματος.
Ν’ ανοίξουμε τρύπα στο φράχτη ούρλιαξε κάποιος
Ακούτε????
Να γκρεμίσουμε τη μάντρα ..
Ακούτε????
Τα τελευταία φωνήεντα πάνε, έρχονται και πολλαπλασιάζονται. Ηχώ τρομακτική, σ’ένα τόπο κλεισμένο από βράχους.
Κραυγές ανθρώπων με προορισμό, άλλους ανθρώπους, με ενσυνείδηση της τραγικής πορείας του κόσμου.
Ο χρόνος προχωράει. Τώρα, οι σταγόνες μου κυλάνε αργά, μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι απόκοσμο. Πέφτω πάνω στα πρόσωπα των ανθρώπων που γονάτισαν, αλλά συνεχίζουν να ζητάνε φως.
Ενώνομαι με το δάκρυ τους.
Προσεύχομαι μαζί τους, τους αγγίζω τρυφερά.
Βουβή , ιερή ικεσία, όσων ψάχνουν απαντήσεις στα μάτια των άλλων.
Μοιάζουν μονάχοι αυτοί οι άνθρωποι, μα μέσα τους κρύβονται..κι άλλοι πολλοί….
Τα γράμματα έγιναν λέξεις, κραυγή και δέηση μαζί. Οι λέξεις ενώθηκαν με τη βροχή κι ακολουθούν την ορμή της.
Θα βρέξει..
Βρέχει…
Θα μαλακώσει ποτέ το χώμα? Θα ακούσουν οι άλλοι? Θα ανοίξουν με πάθος , πέρασμα στη μάντρα πούφραξε το δρόμο?
Δήμητρα Ξενάκη
